ἀπόλυμα

Revision as of 12:06, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_6)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A filth, Harp.s.v. ὀξυθυμία: in pl., fragments of tissue, Heliod. ap. Orib.44.10.13, Gal.19.422.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόλῡμα: -ατος, τό, ἀκαθαρσία, «κάθαρμα», Ἁρποκρ. ἐν λέξει ὀξυθύμια, τά· κατὰ Γαληνὸν τ. 19, σ. 422, 1, ἀπόκριμα, τὸ ἐκκρινόμενον ὑγρόν, κατὰ δὲ τὸν σχολ. Νικάνδρου (Θηρ. 578) «ἀφοδεύματα».

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 basura Did.Fr.Lex.5.15.
2 medic. plu. fragmentos de tejidos orgánicos ἀπολύματα ... ἐμφερόμενα τῷ ὑγρῷ Heliod. en Orib.44.7.13, evacuados en la disentería, Gal.19.422
en gener. excrementos Gal.14.470.
3 ἀπόλυμα· δαίμων ἢ θυσία, ζῶντες ἄνθρακες Hsch.α 6421.