ωτος, ὁ, ἡ,
A variegated, πέρκη Matro Conv.51.
[Seite 231] πέρκη, die blumenfarbige, Matron. bei Ath. IV, 135 e.
ἀνθεσίχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ποικίλος, ὁ ἀνθηρὸν ἔχων χρῶμα, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 135Ε.
-ωτος polícromo πέρκη Matro Conu.51.