ἀνθεμουργός
English (LSJ)
όν,
A working in flowers, ἡ ἀ., i.e. the bee, A.Pers.612.
German (Pape)
[Seite 231] ἡ, Blumen verarbeitend, Aesch. Pers. 604, die Biene, die aus Blumen ihren Honig bereitet.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθεμουργός: -όν, (*ἔργω) ἐπίθετον τῆς μελίσσης, ἥτις ἐκ τοῦ ὀποῦ τῶν ἀνθέων ἀπεργάζεται τὸ μέλι, τῆς τ’ ἀνθεμουργοῦ στάγμα, παμφαὲς μέλι Αἰσχύλ. Πέρσ. 612.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui exploite les fleurs (abeille).
Étymologie: ἄνθεμον, ἔργον.
Spanish (DGE)
-όν
que trabaja en las flores e.d. la abeja τῆς τ' ἀνθεμουργοῦ στάγμα A.Pers.612.