διάδεσμος
English (LSJ)
ὁ,
A connecting band, Hp.Nat.Puer.14; bandage, Aret.CA1.9; ligature, διαδέσμοις σφίγγων τὰ ἄκρα Philum. ap. Aët.9.12.
Greek (Liddell-Scott)
διάδεσμος: ὁ, δεσμός, Ἱππ. 237. 12.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ 1 anat. punto de unión, diáfisis (ὑμένες) ἐς ἀλλήλους διαδέσμους ἔχουσιν Hp.Nat.Puer.14, cf. en Erot.31.16.
2 venda, vendaje διαδέσμοις δὲ τῶν ἄκρων εὐτόνως χρῶ Archig. en Gal.13.175, cf. Archig. en Gal.8.90, Aret.CA 1.9.1, Gal.11.181, Aët.8.49, διαδέσμοις σφίγγειν τὰ ἄκρα Philum. en Aët.9.12, cf. Paul.Aeg.2.47.