ἐλαιάζω
Greek (Liddell-Scott)
ἐλαιάζω: ἔχω τὸ χρῶμα πρασίνης ἐλαίας, χλοερά τε ἅμα καὶ ἐλαιάζουσα Γρηγ. Νύσσ. 1. 680Β.
Spanish (DGE)
tener color oliváceo τις αὐγὴ ... ἐλαιάζουσα Gr.Nyss.Hom.in Cant.411.4.
ἐλαιάζω: ἔχω τὸ χρῶμα πρασίνης ἐλαίας, χλοερά τε ἅμα καὶ ἐλαιάζουσα Γρηγ. Νύσσ. 1. 680Β.
tener color oliváceo τις αὐγὴ ... ἐλαιάζουσα Gr.Nyss.Hom.in Cant.411.4.