[Seite 431] ες, balsamartig, Plin. 12, 19.
βαλσαμώδης: -ες, (εἶδος) βαλσάμῳ ὅμοιος, Πλίν. 12. 19.
-εςsólo en lat. balsamodes, balsámico Plin.HN 12.97.