βαλσαμώδης

From LSJ

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source

Spanish (DGE)

-ες
sólo en lat. balsamodes, balsámico Plin.HN 12.97.

German (Pape)

[Seite 431] ες, balsamartig, Plin. 12, 19.

Russian (Dvoretsky)

βαλσαμώδης: бальзамический Plin.

Greek (Liddell-Scott)

βαλσαμώδης: -ες, (εἶδος) βαλσάμῳ ὅμοιος, Πλίν. 12. 19.