βαττολογία

Revision as of 12:09, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_8)

English (LSJ)

ἀργολογία, ἀκαιρολογία, Hsch. (βατο- cod.).

German (Pape)

[Seite 439] ἡ, das Plappern, Sp.; auch βαττολόγημα, K. S.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
cháchara, charla insustancial γέγονεν τὸ ἁμάρτημα ... παρὰ τὴν τοῦ λαβόντος βαττολογίαν Vit.Aesop.G 50, τὰ ῥήματά μου ... βαττολογίας ἀμέτοχα Ast.Soph.Hom.6.10, οὐκ ἔστι λόγος, ἀλλὰ β. Gr.Nyss.M.44.1128A, cf. Hsch.β 340, Et.Gen.β 68B.