ἁμάρτημα
φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits
English (LSJ)
ἁμαρτήματος, τό, failure, fault, error, failing, offence, S.Ant.1261 (lyr.); freq. in Att. Prose, Antipho 3.3.8, Th.2.65, etc.; midway between ἀδίκημα and ἀτύχημα, Arist.EN1135b18, Rh.1374b7; sin, sinful action, opp. κατόρθωμα, Zeno Stoic.1.54, cf. PTeb.5.3, etc.; τὸ περὶ τὴν τέχνην λεγόμενον ἁμάρτημα Pl.Plt.296b, cf.Ap.22d; εἴς τινα Id.Lg.729e; τὰ περὶ τὸ σῶμα ἁμαρτήματα = diseases of the body Id.Grg.479a.
Spanish (DGE)
ἁμαρτήματος, τό
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1desatino, fallo, error, equivocación por falta de visión, juicio o ignorancia: de una alimentación inadecuada, Hp.VM 9, en el tratamiento del enfermo en gener., Hp.Prorrh.2.3, ἰὼ φρενῶν δυσφρόνων ἁμαρτήματα στερεὰ θανατόεντ' (Creón trayendo a su hijo muerto), S.Ant.1261, ταὐτὸν ... ἔχειν ἁ. de los poetas y artesanos que siendo buenos en lo suyo creen que son buenos en todo lo demás, Pl.Ap.22d, op. ἐπανόρθωμα Pl.Prt.340d, por ignorancia, Pl.Lg.820c, ἀτὰρ ἀντιπάλοις τὸ μετ' ὀργῆς ἀλλὰ μὴ γνώμῃ προσφέρεσθαι ὅλον ἁ. X.HG 5.3.7, τὰ τέρατα ἁμαρτήματα ... τοῦ ἕνεκά του Arist.Ph.199b4, Ἀννίβας εἰς τὸ ... ἁ. ... ἐνέπεσεν Plb.1.21.9, φιλοσόφων ... οὐδὲ ... ἕνα τινὰ ἔξω ἁμαρτήματος ἦν ἰδεῖν Luc.Symp.34
•c. gen. subjet. γνώμης Th.2.65, τῶν ἰδιωτῶν D.26.3, αὐτῶν (de los antepasados), Aeschin.2.75, τοῦ νοῦ καὶ τῆς αἰσθήσεως Ph.1.575, ἁ. φωνῆς error de fonética e.d. analogía viciada A.D.Pron.33.18, ἁ. τοῦ λόγου error gramatical A.D.Synt.199.12
•c. gen. obj. τοῦ νόσου Luc.Abd.4.
2 error material, cosa hecha erróneamente γραφικὸν ... ἁ. error en el texto Plb.34.3.11, περὶ δὲ τῆς τρίτης σφραγίδος καὶ ἄλλα μέν τινα ἁμαρτήματα ποιεῖ (Eratóstenes) con respecto a la tercera delimitación (en que dividía la tierra) cometió algunos otros errores Hipparch.Fr.Geog.21.
3 jur. en decretos de amnistía error involuntario, PTeb.5.3, SB 9899.a3, b3 (II a.C.), BGU 1185.7 (I a.C.), PFlor.162.10 (III a.C.).
4 desatino, negligencia, descuido a medio camino entre ἀδίκημα y ἀτύχημα D.18.246, Arist.EN 1135b18, τὸ τὰ ἁμαρτήματα καὶ τὰ ἀδικήματα μὴ τοῦ ἴσου ἀξιοῦν Arist.Rh.1374b5.
II 1desatino, falta, delito, transgresión μὴ διὰ φόβον, ἀλλὰ διὰ τὸ δέον ἀπέχεσθαι ἁμαρτημάτων Democr.B 41, οὐκ ὡς ἁ. μεμπτέον Gorg.B 11.19, πλέω ἀγαθὰ τῶν ἁμαρτημάτων Hdt.7.194, ἁ. οὖσα siendo realmente un delito op. una muerte cometida por equivocación, Antipho 3.3.8, ἀδικήματα καὶ ἁ. Antipho 1.27, μηδὲν ἁ. περὶ ξένους ἁμαρτόντα Pl.Lg.730a, περὶ τὸ σῶμα Pl.Grg.479a, ἁμαρτήματα ἐγένοντο se produjeron violaciones de la tregua, Th.5.26, νόμου Plu.2.1037c, οὐκ ἔστιν ... ἁ. θανάτου delito que no es causa de condena a muerte LXX De.22.26, δοκεῖ δ' αὐτοῖς ἁμαρτήματα ἄνισα εἶναι Epicur.[1] 120b.1, del parricido, Arr.Epict.1.7.31.
2 falta moral ἢ οὐκ οἴεσθε ἴσον ἁ. εἶναι σώζειν πολεμίους καὶ φίλους ἰᾶσθαι μισθοῦ; Hp.Ep.11, ἁ. ἐξαμαρτάνειν εἰς τὴν γυναῖκα τὴν ἐμὴν Lys.1.26, de la utilización de la violencia en cierto caso, Pl.Plt.296b, ἰάσιμα ἁμαρτήματα Pl.Grg.525b, ἁμαρτήματα ἀκόλαστα X.Eq.Mag.7.10, Τίμαιός φησι μέγιστον ἁ. περὶ τὴν ἱστορίαν εἶναι τὸ ψεῦδος Plb.12.11.8, ὅρον ... ἐπιθεῖναι τοῖς ἁμαρτήμασι I.BI 4.348, op. ἀτύχημα y διάπτωμα Plu.2.468a, ἔνοχος δὲ καὶ τοῖς περὶ γυναῖκας ἁμαρτήμασιν aficionado a los vicios con las mujeres Plu.Galb.12
•entre los estoicos κἀντεῦθεν ὁρμώμενοι ... ὅτι ἴσα ἐστὶ τὰ ἁμαρτήματα Zeno Stoic.1.54.
3 falta como transgresión de la ley divina τά γ' οὖν μέγιστα τῶν ἁμαρτημάτων καὶ ἀνοσιώτατα τὸ θεῖόν ἐστι τὸ καθαῖρον pues la divinidad es la purificadora de los pecados mayores y más impíos Hp.Morb.Sacr.1.45, cf. Lys.6.19, ἁ. γενέσθαι περὶ τὰ ἱερὰ καὶ καθόλου τὰ τεμένη Plb.5.10.7
•en lit. judeocristiana pecado LXX Ge.31.36, πολλὰ περὶ τὸν βωμὸν ἁ. LXX 2Ma.13.8, de la blasfemia Eu.Marc.3.29, τὰ προγεγονότα ἁ. Ep.Rom.3.25, ἐξαλείψωμεν ἀφ' ἡμῶν τὰ πρότερα ἁμαρτήματα librémonos de nuestros anteriores pecados 2Ep.Clem.13.1 cf. Clem.Al.Strom.1.27.171, Meth.Res.1.29 (p.258.16, 18), Chrys.M.61.629, 62.20, Thdr.Mops.Rom.7.8 (p.127.36), Philost.HE 1.2.
German (Pape)
[Seite 117] τό, Fehler, Irrtum, Vergehen, Soph. Ant. 1247; att. Prosa, ἁμαρτήματα ἁμαρτάνειν Lys. 31, 23; Plat. Gorg. 525 b; τὰ εἰς τοὺς ξένους ἁμ. Legg. V, 729 e; τὰ περὶ τὸ σῶμα ἁμ. Gorg. 479 a; Arist. Nic. 5, 8; oft Sp.
French (Bailly abrégé)
ἁμαρτήματος (τό) :
1 erreur, faute;
2 infirmité, maladie;
NT: péché, mauvaise action.
Étymologie: ἁμαρτάνω.
Russian (Dvoretsky)
ἁμάρτημα: ἁμαρτήματος τό
1 промах, ошибка: τὸ παρὰ τὴν τέχνην ἁ. Plut. погрешность против (правил) искусства;
2 прегрешение, грех, проступок, провинность, преступление (εἴς τινα Plat.; ἁμαρτήματα ἁμαρτάνειν περί τινα Lys.);
3 недостаток, изъян или болезнь: τὰ περὶ τὸ σῶμα ἁμαρτήματα Plat. телесные недуги.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμάρτημα: ἁμαρτήματος, τό, ὡς τὸ ἁμαρτία, = ἀποτυχία, σφάλμα, ἁμάρτημα, Σοφ. Ἀντ. 1261 (λυρ.), καὶ συχν. ἐν τῷ Ἀττ. πεζῷ λόγῳ, ὡς παρ’ Ἀντιφῶντι 123. 20, Θουκ. 2. 65, κτλ.: κατὰ τὴν σημασίαν κατέχει μέσην θέσιν μεταξὺ τῶν λέξεων ἀδίκημα καὶ ἀτύχημα, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 8, 7, Ρητ. 1. 13, 16· - ἁμ. περί τι = σφάλμα εἰς πρᾶγμά τι, Πλάτ. Πολιτ. 296Β: εἴς τινα, πρός τινα ἄνθρωπον, ὁ αὐτ. Νόμ. 729Ε. 2) σωματικὸν ἐλάττωμα, ἀσθένεια, ὁ αὐτ. Γοργ. 479Α.
English (Strong)
from ἁμαρτάνω; a sin (properly concrete): sin.
English (Thayer)
(ος, τό (from ἁμαρτέω equivalent to ἁμαρτάνω cf. ἀδίκημα, ἀλίσγημα), a sin, evil deed, (" Differunt ἡ ἁμαρτία et τό ἁμάρτημα ut Latinorum peccatus et peccatum. Nam τό ἁμάρτημα et peccatum proprie malum facinus indicant; contra ἡ ἁμαρτία et peccatus primum peccationem, τό peccare, deinde peccatum, rem consequentem, valent." Fritzsche; see ἁμαρτία, at the end; cf. also Trench, § lxvi.): L T Tr text WH) 29; G T Tr text WH omits; L Tr marginal reading brackets τά ἁμάρτημα); R (L WH text Tr marginal reading) ἁμαρτιῶν). In secular authors from Sophocles and Thucydides down; (of bodily defects, Plato, Gorgias 479a.; ἁμάρτημα μνημονικόν, Cicero, ad Att. 13,21; ἁμάρτημα γραφικόν, Polybius 34,3, 11; ὅταν μέν παραλόγως ἡ βλάβη γένηται, ἀτύχημα. ὅταν δέ μή παραλόγως, ἄνευ δέ κακίας, ἁμάρτημα. ὅταν δέ εἰδώς μέν μή προβουλευσας δέ, ἀδίκημα, Aristotle, eth. Nic. 5,10, p. 1135{b}, 16f).
Greek Monolingual
το (Α ἁμάρτημα) ἁμαρτάνω
παράβαση του θείου νόμου, τών εντολών της θρησκείας και τών διατάξεων της Εκκλησίας
μσν.
1. παρανομία, αδίκημα
2. φρ. «εἶναι ἔργον τῶν ἐμῶν ἁμαρτημάτων να...», είναι άδικο, είναι κρίμα να...
αρχ.
1. σφάλμα, αποτυχία
2. φταίξιμο, πλάνη, παράπτωμα
3. φρ. «ἁμάρτημα περὶ τὸ σῶμα», σωματικό ελάττωμα.
Greek Monotonic
ἁμάρτημα: ἁμαρτήματος, τό (ἁμαρτάνω),
1. αποτυχία, λάθος, σφάλμα, αμαρτία, σε Σοφ., Πλάτ.
2. σωματικό ελάττωμα, αναπηρία, στον ίδ.
Middle Liddell
ἁμαρτάνω
1. a failure, fault, sin, Soph., Plat.
2. a bodily defect, malady, Plat.
Chinese
原文音譯:¡m£rthma 哈馬而帖馬
詞類次數:名詞(4)
原文字根:不-印証(果效)
字義溯源:罪,罪行,不服從的行動;源自(ἁμαρτάνω)*=未中目標,失誤)。參讀 (ἀγνόημα)同義字
出現次數:總共(4);可(2);羅(1);林前(1)
譯字彙編:
1) 罪(4) 可3:28; 可3:29; 羅3:25; 林前6:18
English (Woodhouse)
blemish, defect, fault, flaw, imperfection, mistake, sin
Translations
error
Afrikaans: fout; Albanian: gabim; Arabic: خَطَأ, غَلْطَة, غَلَط; Egyptian Arabic: غلطة; Archi: хатӏа; Armenian: սխալ; Asturian: error; Avar: гъалатӏ; Azerbaijani: xəta, səhv; Bashkir: хата; Belarusian: памылка, хі́ба; Bengali: ভুল; Bulgarian: грешка; Burmese: အမှား; Catalan: error, errada; Chinese Mandarin: 錯誤/错误, 失誤/失误; Chukchi: ԓыганэн; Czech: chyba, omyl; Danish: fejl, fejltagelse, forseelse; Dhivehi: ކުށް; Dutch: fout, vergissing, onjuistheid; Erzya: ильведькс, ильведевкс, ильведема; Esperanto: eraro, miso; Estonian: viga; Farefare: tuure; Finnish: erehdys, virhe; French: erreur; Gagauz: yanlış; Galician: erro; Georgian: შეცდომა; German: Fehler; Gothic: 𐌰𐌹𐍂𐌶𐌴𐌹, 𐌰𐌹𐍂𐌶𐌹𐌸𐌰; Greek: λάθος, σφάλμα; Ancient Greek: ἀβρόταξις, ἀγνόημα, ἀλόγημα, ἁμαρτάς, ἁμάρτημα, ἁμαρτία, ἁμάρτιον, ἁμαρτωλή, ἁμαρτωλία, ἀμβλάκημα, ἀμβλακία, ἀμπλάκημα, ἀμπλακία, ἀμπλάκιον, ἀπλάκημα, ἀπόπτωμα, ἀστόχημα, ἀστοχία, διάπτωμα, διάπτωσις, ἔγκακον, ἔκπτωσις, ἐξαμαρτία, ἐξολίσθησις, ματία, ματίη, παράβασις, παραίβασις, παρατροπή, παρόραμα, περιφορά, πλάνη, πλημμέλεια, πταῖσμα, σφάλμα, σφαλμός; Haitian Creole: erè; Hebrew: טָעוּת, שְׁגִיאָה; Hindi: त्रुटि, ग़लती, भूल; Hungarian: hiba; Icelandic: mistök, villa, skyssa; Ido: eroro; Indonesian: kesalahan; Irish: botún, dearmad, earráid, iomrall; Italian: errore, sbaglio; Japanese: 誤り, 間違い, エラー; Kabuverdianu: asnera; Kashubian: zmiłka, fela, błąd, fel, feler, ochëba, pomilenié, przelisk, przerzeczenié, zarzek, zarznięcé, zbrida, zmilenié; Kazakh: қателік; Khmer: កំហុស; Korean: 실수(失手), 에러, 오류(誤謬); Kurdish Central Kurdish: ھەڵە; Northern Kurdish: xete, şaşî; Kyrgyz: жаңылыш, ката; Ladino: yero; Lao: ຂໍ້ຜິດພາດ; Latin: error; Latvian: kļūda; Lithuanian: klaida; Luhya: ekasoro; Macedonian: грешка; Malay: ralat, kesalahan; Malayalam: പിശക്, തെറ്റ്; Mokshan: эльбятькс; Mongolian Cyrillic: алдаа; Norwegian Bokmål: feil; Nynorsk: feil; Occitan: error; Old English: ġedwola; Oromo: dogoggora; Persian: خطا, اشتباه, غلط; Plautdietsch: Fäla; Polish: błąd, pomyłka, omyłka; Portuguese: erro; (New) Prussian: blānda; Romanian: eroare; Russian: ошибка; Scottish Gaelic: mearachd, iomrall; Serbo-Croatian Cyrillic: гре̏шка, по̀грешка; Roman: grȅška, pògreška; Slovak: chyba; Slovene: napaka; Somali: gaf; Sotho: phoso; Spanish: error, yerro; Swahili: kasoro; Swedish: fel; Tabasaran: гъалатӏ; Tagalog: mali; Tajik: иштибоҳ, хато, ғалат; Tamil: தப்பு; Thai: ข้อผิดพลาด, ความผิดพลาด; Tocharian B: nāki, triśalñe; Turkish: yanlış, hata, yanılgı; Turkmen: ýalňyş; Ukrainian: помилка, хиба; Uyghur: خاتا; Uzbek: xato, gʻalat; Vietnamese: lỗi; Vilamovian: faołer; Võro: essütüs; Yiddish: טעות, גרײַז, פֿעלער
sin
Afrikaans: sonde; Aklanon: saea'; Albanian: mëkat; Altai Northern Altai: кыял; Southern Altai: кӱне; Amharic: ኀጢአት; Arabic: خَطِيئَة, إِثْم, ذَنْب, مَعْصِيَة, خِطْء; Egyptian Arabic: ذنب; Armenian: մեղք; Aromanian: picat, amãrtii; Assamese: পাপ; Asturian: pecáu; Azerbaijani: günah; Bashkir: гонаһ; Basque: bekatu; Belarusian: грэх; Bengali: পাতক, পাপ; Bulgarian: грях; Burmese: မှားယွင်းခြင်း, အပြစ်; Catalan: pecat; Cebuano: sala; Cherokee: ᎠᏍᎦᏂ; Chinese Cantonese: 罪; Dungan: зуй; Hakka: 罪; Mandarin: 罪, 孽; Min Bei: 罪; Min Dong: 罪; Min Nan: 罪; Wu: 罪; Cornish: pehas, pegh; Czech: hřích; Dalmatian: pecat, blasmuat; Danish: synd; Dutch: zonde; English Old English: synn, sċyld; Esperanto: peko; Estonian: patt; Faroese: synd; Finnish: synti; French: péché; Friulian: pecjât, pečhât; Galician: pecado; Georgian: ცოდვა; German: Sünde; Yiddish: זינד; Gothic: 𐍆𐍂𐌰𐍅𐌰𐌿𐍂𐌷𐍄𐍃; Greek: αμάρτημα, αμαρτία; Ancient Greek: ἁμάρτημα, ἁμαρτία; Greenlandic: ajortuliaq; Gujarati: પાપ; Hausa: zùnubì; Hawaiian: lawehala; Hebrew: חֵטְא; Higaonon: sala; Hindi: पाप, गुनाह, ख़ता; Hungarian: bűn, vétség, vétek; Hunsrik: Sind; Icelandic: synd; Ido: peko; Indonesian: dosa; Interlingua: peccato; Irish: peaca; Istro-Romanian: pecåt; Italian: peccato, colpa; Japanese: 罪; Javanese: dosa; Kalmyk: килнц; Kannada: ಪಾಪ; Kazakh: күнә, обал; Khmer: បាប, អំពើបាប, ទោស; Korean: 죄(罪); Kurdish Northern Kurdish: gûneh, guneh; Kyrgyz: күнөө; Laboya: jala; Lao: ບາບ; Latin: peccatum, scelus; Latvian: greks; Lithuanian: nuodėmė; Lombard: peccaa; Luhya: ethambi, obusuku; Luxembourgish: Sënn, Sënd; Macedonian: грев; Malay: dosa; Malayalam: പാപം; Maltese: dnub; Manx: peccah; Maranao: dosa, sala'; Marathi: पाप; Meru: iiya; Mongolian: нүгэл; Navajo: bąąhági átʼéii; Neapolitan: peccato; Nepali: पाप; Norman: péché; Norwegian Norwegian Bokmål: synd; Norwegian Nynorsk: synd; Occitan: pecat; Old Church Slavonic: грѣхъ; Old East Slavic: грѣхъ; Oromo: cubbuu; Pashto: ګناه, ګناه ګاري; Persian: گناه; Plautdietsch: Sind, Äwaträdunk; Polish: grzech, przewina, występek; Portuguese: pecado; Punjabi: ਪਾਪ; Romanian: păcat; Romansch: putgà, puchà, puccau; Russian: грех; Sami Northern Sami: suddu; Southern Sami Sanskrit: पाप, आगस्, एनस्; Sardinian: pecadu, pecau; Scottish Gaelic: peacadh; Serbo-Croatian Cyrillic: гре̑х, грије̑х; Roman: grȇh, grijȇh; Shor: қыйал; Sicilian: piccatu; Sinhalese: පාපය; Slovak: hriech; Slovene: greh; Sorbian Lower Sorbian Upper Sorbian: hrěch; Spanish: pecado; Swahili: dhambi; Swedish: synd; Tagalog: kasalanan; Tajik: гуноҳ; Tamil: பாவம், பாவம்; Tatar: гөнаһ; Telugu: పాపము; Thai: บาป; Tocharian B: tranko; Turkish: günah, vebal; Turkmen: günä, günää; Tuvan: бачыт; Ukrainian: гріх; Urdu: گناہ, پاپ, خطا; Uyghur: گۇناھ; Uzbek: gunoh; Vietnamese: tội, tội lỗi; Volapük: sinod; Welsh: pechod; Western Bukidnon Manobo: sala'; Zazaki: guna, heyf