ἀκηδιασμός
Greek (Liddell-Scott)
ἀκηδιασμός: ὁ, ἡ πρᾶξις τοῦ ἀκηδιῶντος, ἀκηδία, ἀμέλεια, Βασίλ. ΙΙΙ, 811Α, ἀκ. τῆς ψαλμῳδίας.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
descuido, negligencia ἀ. τῆς ψαλμῳδίας Basil.M.31.881A.
ἀκηδιασμός: ὁ, ἡ πρᾶξις τοῦ ἀκηδιῶντος, ἀκηδία, ἀμέλεια, Βασίλ. ΙΙΙ, 811Α, ἀκ. τῆς ψαλμῳδίας.
-οῦ, ὁ
descuido, negligencia ἀ. τῆς ψαλμῳδίας Basil.M.31.881A.