ἀκέαστος
English (LSJ)
ον,
A = ἄκλαστος, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκέαστος: -ον, (κεάζω), ὃν δὲν δύναταί τις νὰ σχίσῃ ἢ χωρίσῃ, Γρηγ. Ναζ. «ἀκέαστος, ἄκλαστος», Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
-ον indivisible Gr.Naz.M.37.404, Hsch.
ον,
A = ἄκλαστος, Hsch.
ἀκέαστος: -ον, (κεάζω), ὃν δὲν δύναταί τις νὰ σχίσῃ ἢ χωρίσῃ, Γρηγ. Ναζ. «ἀκέαστος, ἄκλαστος», Ἡσύχ.
-ον indivisible Gr.Naz.M.37.404, Hsch.