ἀκκιστικός
English (LSJ)
ή, όν,
A disposed to be coy, Eust.1727.28.
German (Pape)
[Seite 73] zur Verstellung geneigt, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκκιστικός: -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ προσποιπῆται τὸν σεμνὸν ἢ αἰσχυντηλόν, Εὐστ. 1727. 28.
Spanish (DGE)
-ή, -όν dado a la gazmoñería Eust.1727.28.