ἀκκιστικός
From LSJ
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
English (LSJ)
ἀκκιστική, ἀκκιστικόν, disposed to be coy, Eust.1727.28.
Spanish (DGE)
-ή, -όν dado a la gazmoñería Eust.1727.28.
German (Pape)
[Seite 73] zur Verstellung geneigt, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκκιστικός: -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ προσποιπῆται τὸν σεμνὸν ἢ αἰσχυντηλόν, Εὐστ. 1727. 28.
Greek Monolingual
ἀκκιστικός, -ή, -όν (Μ) ἀκκίζομαι
αυτός που προσποιείται τον σεμνό ή τον αδιάφορο για κάτι.