ἀκρωτηριάζω

Revision as of 12:10, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_2)

English (LSJ)

   A cut off ἀκρωτήρια, of ships, τὰς πρῴρας ἠκρωτηρίασαν cut the beaks off the prows, Hdt.3.59:—so in Med., τὰς τριήρεις ἀκρωτηριασάμενος X.HG6.2.36:—Pass., Ath.12.535d.    2 of persons, cut off hands and feet, mutilate, Plb.5.54.10, etc.; ῥῖνα, πρόσωπον, Clearch. 8, Plu.Alc.18; χεῖρας σὺν αὐτοῖς τοῖς βραχίοσιν D.S.34.8; ὄργανον, of circumcision, Ph.2.211; μηδὲν ἀκρωτηριάσῃς ἐνθάδε, Inscr. on statue, CIG6855:—so in Med., μέλη LXX 4 Ma.18.20: inetaph., ἠκρωτηριασμένοι τὰς πατρίδας D.18.296; ἀ. τὴν ἀρετήν τινος Max.Tyr. 5.8.    3 Medic., amputate, Heliod. ap. Orib.45.14.4.    4 metaph., mutilate, maim, τῇ συγκοπῇ τὸ μέγεθος Longin.39.4; πρᾶγμα POxy.237 vi 7 (ii A. D.); θείαν φύσιν Heraclit.All.26.    II intr., form a promontory, jut out like one, Plb.4.43.2, Str.2.1.40.

German (Pape)

[Seite 85] 1) die äußersten Gliedmaßen abschneiden, τὰς ῥῖνας Athen. XII, 524 d: τῶν ἑρμῶν ἀκρωτηριασθέντων τὰ πρόσωπα Plut. Alc. 18; überh. verstümmeln, Pol. 5, 54, 10; Her. 3, 59 von Schiffen, τὰς πρώρας ἠκρωτηρίασαν. – Med., Xen. Hell. 6, 2, 36 τὰς τριήρεις ἀκρωτηριασάμενος; Dem. 18, 296 ἠκρωτηριασμένοι τὰς πατρίδας. – 2) ein Vorgebirge bilden, Strab. I, 2, 291 Pol. 4, 45, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρωτηριάζω: ἀποκόπτω τὰ ἀκρωτήρια, ἐπὶ πλοίων, τάς πρῴρας ᾐκρωτηρίασαν, ἔκοψαν τὰ ἔμβολα τῶν πρῳρῶν, Ἡρόδ. 3.59: - οὕτω καὶ ὡς μέσ., τὰς τριήρεις ἀκρωτηριασάμενοι, Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 36 πρκμ. παθ. μ. μέσ. σημ. ἠκρωτηριασμένοι τὰς πατρίδας, ἔχοντες κακούργως κολοβώσῃ τὰς πατρίδας των, Δημ. 324, 22. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, ἀποκόπτω τὰ ἄκρα, χεῖρας καὶ πόδας, ποιῶ ἀνάπηρον, Πολύβ. 5. 54, 10, κτλ.· - μηδὲν ἀκρωτηριάσῃς ἐνθάδε, Ἐπιγρ. ἐπὶ ἀγάλματος, Συλλ. Ἐπιγρ. 6855. ΙΙ. ἀμετάβ., ἀποτελῶ ἀκρωτήριον, προεξέχω ὡς ἀκρωτήριον, Πολύβ. 4. 43, 2, Στράβ. 28.

French (Bailly abrégé)

ao. ἠκρωτηρίασα;
couper les extrémités (nez, oreilles, pieds, mains) ; ἀ. τὰς πρῴρας HDT couper les éperons fixés aux proues;
Moy. ἀκρωτηριάζομαι;
1 couper les éperons, les ornements (des trirèmes);
2 mutiler en gén.
Étymologie: ἀκρωτήριον.

Spanish (DGE)

I formar un cabo Plb.4.43.2, τὸ Σούνιον Str.2.1.40.
II 1cortar los acroterios, los mascarones de los barcos τὰς πρῴρας ἠκρωτηρίασαν Hdt.3.59, ναῦς ἠκρωτηριασμένας Ath.535c, v. med. τὰς τριήρεις X.HG 6.2.36.
2 mutilar c. ac. de pers. πολλοὺς τῶν Σελευκέων Plb.5.54.10, τοὺς ταλαιπώρους Plb.1.80.13, τὰ σώματα Ph.2.211, 2.478, c. ac. de la parte ῥίνας Clearch.46, de la circuncisión ὄργανον Ph.2.211, v. med. τὰ τοῦ σώματος μέλη ἀκρωτηριαζόμεθα LXX 4Ma.10.20, abs. D.S.34.8
de estatuas τὰ θεῶν ἀγάλματα ref. a la mutilación de los Hermes, Luc.Am.24, en una inscripción sobre una estatua μηδὲν ἀκρωτηριάσῃς ἐνθάδε IG 22.13228, en v. pas. τῶν πλείστων (τῶν Ἑρμῶν) ἀκρωτηριασθέντων τὰ πρόσωπα Plu.Alc.18, ἠκρωτηριασμένος op. ὁλόκληρος Polem.Call.44
fig. τὴν Ῥώμην ἠκρωτηρίασεν D.C.77.6.1, en v. med. ἠκρωτηριασμένοι τὰς αὑτῶν ... πατρίδας han mutilado a sus patrias de traidores, D.18.296
en v. pas., c. ac. de rel. verse privado de ἠκρωτηριάσθη μὲν ἡ βουλὴ τοὺς εὐδοκιμωτάτους Philostr.VA 7.4
en lit. y ret., de un tratado o escrito mutilar, suprimir ἀ. αὐτῆς (sc. τέχνης ἀριθμητικῆς) τὰ προηγούμενα Iambl.in Nic.5, de una frase ἀκρωτηριάζει τῇ συγκοπῇ τὸ μέγεθος Longin.39.4.
3 medic. amputar ἀκρωτηριαζέσθω ὁ δάκτυλος ἀπὸ τῶν ὑγιῶν Heliod. en Orib.45.14.4.
4 fig. rebajar, quitar importancia, desfigurar ἀ. πρᾶγμα ante una autoridad judicial POxy.237.6.7 (II d.C.), θείαν φύσιν Heraclit.All.26, τὴν ἀρετήν τινος Max.Tyr.34.8.