ἀμμοδύτης

Revision as of 12:11, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_3)

English (LSJ)

ὁ,

   A sand-burrower, a kind of serpent, Philum.Ven.22.1.; διψάς Str.17.1.21.

German (Pape)

[Seite 126] ὁ, Sandkriecher, Schlangenart, Strab.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμμοδύτης: ὁ, ὁ εἰς ἄμμον εἰσδύων, εἶδος ὄφεως, κοινότερον καλουμένου διψάς, Στράβ. 803· πρβλ: ἀμμοβάτης. Ἔχομεν δὲ καὶ τὸν Δωρ. τύπον ἀμμοδῡότας ἐπὶ καρκίνου, ἐν Ἀνθ. ΙΙ. 6. 196· πρβλ. Λοβ. Παθολ. 1. 472. [ῠ, ἀλλὰ πρβλ. χηραμοδύτης, σισυρνοδύτης].

Spanish (DGE)

-ου, ὁ que se esconde en la arena cierto tipo de serpiente, Str.17.1.21, Philum.Ven.22.1.