διψάς

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διψάς Medium diacritics: διψάς Low diacritics: διψάς Capitals: ΔΙΨΑΣ
Transliteration A: dipsás Transliteration B: dipsas Transliteration C: dipsas Beta Code: diya/s

English (LSJ)

διψάδος, used as fem. of
A δίψιος, βοτάναι Euph.141; χῶραι J.BJ3.3.4, cf. Opp.C.4.322, etc.
II Subst., venomous serpent, whose bite caused intense thirst, Nic. Th.334, Ael. NA6.51; διψὰς ἔχιδνα AP7.172 (Antip. Sid.), IG4.620.4 (Argos).
2 διψὰς ἄκανθα a desert thorn, Acacia tortilis, Thphr.HP4.7.1.

Spanish (DGE)

-άδος
I 1 sedienta, seca βοτάναι Euph.Epigr.2.6v.G., κορυφή A.R.1.1147, οὐδαμοῦ φύσει διψάδες (χῶραι) de Samaria y Judea, I.BI 3.49, γαῖα Opp.C.3.35, 4.322, Nonn.Par.Eu.Io.9.6, Gr.Naz.M.37.1477A, cf. AP 7.209 (Antip.Sid.), ICr.1.22.59.6 (Olunte II d.C.), σποδιή AP 9.549 (Antiphil.), esp. ref. a la sed de vino πόρνη AP 11.34 (Phld.), εἰλαπίνη de las bodas de Caná, Nonn.Par.Eu.Io.2.7
fig. que no tiene su ocaso aparente en el Océano, que no se hunde en él δ. Ἄρκτος de la constelación del Carro, Nonn.D.38.367.
2 bot. sedienta o xerófilaἄκανθα ἡ δ. καλουμένη = una acacia, Acacia tortilis Hayne, Thphr.HP 4.7.1.
II zool., subst. ἡ δ. n. de una víbora o serpiente venenosa cuya mordedura produce una sed intensa, Nic.Th.125, 334, Androm.12, Mart.3.44, Lucan.9.610, 738, Luc.Dips.4, 6, Artem.2.13, Ael.NA 6.51, Solin.27.31, Eun.VS 474, Hist.72.2, Gr.Naz.M.37.867A, Aët.13.24, Isid.Etym.12.4.13, Περὶ τῶν διψάδων tít. de una obra de Luciano de Samósata, Luc.Dips., ἔχιδνα AP 7.172 (Antip.Sid.), IG 4.620.4 (Argos II d.C.)
fig. de pers. δράκαινα de Clitemestra, Lyc.1114.
III διψάς· σημεῖον ἐν θυτικῇ ἐπὶ τοῦ ἥπατος Hsch.

German (Pape)

[Seite 647] άδος, ἡ, fem. zu δίψιος; πόρνη, d. i. gierig, Philodem. 22 (XI, 34); dürr, σποδιή Antiphil. 39 (IX, 549); γαῖα Opp. C. 4, 322. – Als subst., eine giftige Schlange, deren Biß heftigen Durst verursachte, Nic. Th. 334; Ael. H. A. 6, 51; ἐχίδνη Antp. Sid. 105 (VII, 172). Bei Theophr. ein dorniges Kraut.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
sorte de serpent dont la morsure cause une soif ardente.
Étymologie: δίψα.

Russian (Dvoretsky)

διψάς: άδος adj. f
1 томимая жаждой, высохшая (βοτάνη Anth.);
2 жадная, ненасытная (πόρνη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

διψάς: -άδος, ἐν χρήσει ὡς Θηλ. τοῦ δίψιος, γαῖα, Ὀππ. Κ. 4. 322· σποδιή Ἀνθ. Π. 7. 172· πόρνη 11. 34, κτλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἰοβόλος ὄφις οὗ τὸ δῆγμα προυξένει ἰσχυροτάτην δίψαν, Νίκ. Θ. 334, Λίλ. π. Ζ. 6. 51· δ. ἔχιδνα Συλλ. Ἐπιγρ. 1152. 2) εἶδος ἀκάνθης, Εὐφορ. Ἐπ. 1, Θεόφρ. Ἱ. Φυτ. 4. 7, 1, ἔνθα ἴδε Schneid.

Greek Monolingual

διψάς, η (Α)
1. διψασμένη («διψὰς γαῖα»)
2. φρ. «διψὰς πόρνη» — πόρνη διψασμένη για άντρα
3. ως ουσ. α) ιοβόλος όφις που το δήγμα του προκαλεί αφόρητη δίψα
β) είδος αγκαθιού.

Greek Monotonic

διψάς: -άδος, θηλ. του δίψιος, σε Ανθ.

Middle Liddell

n [fem. of δίψιος, Anth.]