ἀναθέω

Revision as of 12:12, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_3)

English (LSJ)

   A run up, ἐπὶ δένδρα Ael.NA5.54, etc.: c. acc., τὰ ἀνάντη ib.13.14.    2 of plants, shoot up, ib.2.36; τὸ ὀμιχλῶδες . . ἀναθέον εἰς ὕψος Gal.18(2).178.    II run up, rise, Pl.Ti.60c.

German (Pape)

[Seite 188] (s. θέω), zurücklaufen, Plat. Tim. 60 c; hinauflaufen, emporschießen, von Pflanzen, Ael. N. A. 2, 36 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναθέω: ἀνατρέχω, τρέχω, ἐπάνω, ἀναρριχῶμαι δρομαίως, ἐπί δένδρα Αἰλ. Περὶ Ζ. 5. 54, κτλ. 2) ἐπὶ φυτῶν, ἀναδίδω, ἀναβλαστάνω. II. ἀνατρέχω, τρέχω ὀπίσω, ἐπανέρχομαι, Πλάτ. Τίμ. 60C

French (Bailly abrégé)

1 monter vivement (à la surface de l’eau);
2 grimper.
Étymologie: ἀνά, θέω.

Spanish (DGE)

I 1elevarse rápidamente ἀὴρ εἰς τὸν ἑαυτοῦ τόπον Pl.Ti.60c, (τὸ ὁμιχλῶδες) ἀναθέον εἰς ὕψος Gal.18(2).178
dirigirse hacia arriba ἡ γὰρ παχείη φλὲψ ἐκ μιῆς ἀναθέουσα Hp.Cord.7
de plantas crecer δένδρον ... εὖ μάλα ἀναθέον Ael.NA 2.36.
2 subir, trepar διὰ τῶν κλιμάκων Plb.8.37.8, ἐπὶ τὰ δένδρα Ael.NA 5.54
correr hacia arriba c. ac. τὰ δὲ ἀνάντη ... οἱ λαγῷ ἀναθέουσι Ael.NA 13.14.
II fig. volver atrás πρὸς θεωρίαν πνευματικήν Cyr.Al.M.68.1008D.