ἀναγώνιστος

Revision as of 12:12, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_3)

English (LSJ)

ον,

   A without contest or conflict, ἀ. ἀπιέναι Th.4.92 (v.l.); never having contended for a prize, X.Cyr.1.5.10; ἀ. περὶ τῆς ἀρετῆς failing in the race of virtue, Pl.Lg.845c.

German (Pape)

[Seite 185] ohne Kampf, d. i. a) unthätig, ἀθλητής, Xen. Cyr. 1, 5, 10; Plut. Ages. 5. – b) nicht kämpfend, untauglich zum Kampf, περὶ ἀρετῆς ἀν. γίγνεσθαι Plat. Legg. VIII, 845 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνᾰγώνιστος: -ον, ἄνευ ἁμίλλης ἢ ἀγῶνος, ἀναγ. ἀπιέναι Θουκ. 4. 92: ὁ μηδέποτε ἀγωνισθεὶς περὶ βραβείου, Ξεν. Κύρ. 1. 5, 10· ἀναγ. περὶ τῆς ἀρετῆς, ὁ μηδόλως ἀγωνιζόμενος, μηδεμίαν καταβάλλων προσπάθειαν ὑπὲρ τῆς ἀρετῆς, Πλάτ. Νόμ. 845C.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui n’engage pas de lutte;
2 qui n’a jamais disputé le prix;
3 sans conflit LSJ.
Étymologie: ἀ, ἀγωνίζομαι.

Spanish (DGE)

-ον
1 sin participantes τῶν γενομένων ἀναγωνίστων δευτερείων τῆς αὐλωδίας SEG 19.335.50 (Tanagra, Beocia I a.C.).
2 que no ha participado en un certamen εἴ τίς γε ἀσκητὴς ... ἀναγώνιστος διατελέσειεν X.Cyr.1.5.10
fig. ἀ. ... περὶ τῆς ἀρετῆς Pl.Lg.845c.