ἀνάκλιμα

Revision as of 12:12, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_4)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A slope, ascent, τῆς γῆς Apollod.Poliorc.173.11.

German (Pape)

[Seite 192] τό, das Angelehnte, die schräg aufsteigende Ebene, Mathem.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάκλῐμα: τό, ἀνωφέρεια, τὸ πρόσαντες, ἄναντες, Λατ. acclivitas, ἐπὶ τὸ ἀνάκλιμα τῆς γῆς Ἀπολλοδ. Πολιορκ. σ. 32.

Spanish (DGE)

-ματος, τό

• Alolema(s): ἄγκλιμα Poll.1.90
1 cuesta, pendiente τῆς γῆς Apollod.Poliorc.173.11.
2 quizá asiento del timonel ἵνα δὲ κατακλίνεται ὁ κυβερνήτης, ἄγκλιμα καλεῖται Poll.l.c.