ἀνακαμπτήριον

Revision as of 12:12, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_4)

German (Pape)

[Seite 191] τό, der Ort, auf dem man umbiegt, Euseb.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακαμπτήριον: τό, τόπος πρὸς περίπατον, «οἶκοί τε, βασίλειοι ταῖς στοαῖς, λουτρά τε καὶ ἀνακαμπτήρια παρεξετείνετο» Εὐσεβ. βίος Κωνστ. 4. 59.

Spanish (DGE)

-ου, τό paseo Eus.VC 4.59 (p.141.22).