ἀνακαμπτήριον
From LSJ
ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
German (Pape)
[Seite 191] τό, der Ort, auf dem man umbiegt, Euseb.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακαμπτήριον: τό, τόπος πρὸς περίπατον, «οἶκοί τε, βασίλειοι ταῖς στοαῖς, λουτρά τε καὶ ἀνακαμπτήρια παρεξετείνετο» Εὐσεβ. βίος Κωνστ. 4. 59.
Spanish (DGE)
-ου, τό paseo Eus.VC 4.59 (p.141.22).
Greek Monolingual
ἀνακαμπτήριον, το (Α) ἀνακάμπτω
τόπος για περίπατο.