ἀνακαμπτήριον

From LSJ

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source

German (Pape)

[Seite 191] τό, der Ort, auf dem man umbiegt, Euseb.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακαμπτήριον: τό, τόπος πρὸς περίπατον, «οἶκοί τε, βασίλειοι ταῖς στοαῖς, λουτρά τε καὶ ἀνακαμπτήρια παρεξετείνετο» Εὐσεβ. βίος Κωνστ. 4. 59.

Spanish (DGE)

-ου, τό paseo Eus.VC 4.59 (p.141.22).

Greek Monolingual

ἀνακαμπτήριον, το (Α) ἀνακάμπτω
τόπος για περίπατο.