ἀμφιπτυχή

Revision as of 12:12, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_3)

English (LSJ)

ἡ,

   A folding round, embrace, σώματος δὸς ἀμφιπτυχάς E.Ion519.

German (Pape)

[Seite 142] ἡ, Umarmung, σώματος δὸς ἀμφιπτυχάς Eur. Ion 531.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιπτῠχή: ἡ, περίπτυξις, ἐναγκαλισμός, σώματος δὸς ἀμφιπτυχὰς Εὐρ. Ἴων 519.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
embrassement.
Étymologie: ἀμφί, πτύσσω.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ abrazo σώματός τ' ἀμφιπτυχάς E.Io 519.