περίπτυξις
From LSJ
Menander, Monostichoi, 483
English (LSJ)
-εως, ἡ, folding oneself round, embracing, τοῦ νεκροῦ Plu.Cat.Mi.11 (pl.); περιπτύξεις καὶ ἁφαί Plot.4.7.8.
German (Pape)
[Seite 589] ἡ, das Umfalten, Umarmen; Plut. Cat. min. 11; Schol. Eur. Med. 1074 erklärt damit προσβολή.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d'embrasser.
Étymologie: περιπτύσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίπτυξις -εως, ἡ [περιπτύσσω] omhelzing.
Russian (Dvoretsky)
περίπτυξις: εως ἡ обнимание (τοῦ νεκροῦ Plut.).
Greek Monotonic
περίπτυξις: ἡ, εναγκαλισμός, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
περίπτυξις: ἡ, τὸ περιπτύσσεσθαι τινά, ἐναγκαλισμός, τοῦ νεκροῦ Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 11, πρβλ. Πλωτ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 832Α.
Middle Liddell
περίπτυξις, εως,
an embracing, Plut. [from περιπτύσσω