ἀνάλαμψις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A shining forth, τοῦ νοητοῦ φωτός Ph.1.7; ἀ. εὐμενεῖς ἔχειν Plu.2.419f.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάλαμψις: -εως, ἡ, τὸ ἀναλάμπειν, ἐκλάμπειν, τὰς ἀναλάμψεις εὐμενεῖς ... ἔχουσιν Πλούτ. 2. 419F.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
splendeur, éclat.
Étymologie: ἀναλάμπω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
resplandor fig. τὴν τοῦ νοητοῦ φωτὸς ἀνάλαμψιν Ph.1.7, αἱ μεγάλαι ψυχαὶ τὰς μὲν ἀναλάμψεις εὐμενεῖς ... ἔχουσιν Plu.2.419f.