ἀναξιφόρμιγξ
English (LSJ)
ιγγος, ὁ, ἡ,
A ruling the lyre, ἀναξιφόρμιγγες ὕμνοι Pi. O.2.1.
French (Bailly abrégé)
ιγγος (ὁ, ἡ)
roi de la lyre ; LSJ dirigé par la lyre.
Étymologie: ἄναξ, φόρμιγξ.
English (Slater)
ἀναξῐφόρμιγξ
1 ruling the lyre ἀναξιφόρμιγγες ὕμνοι (O. 2.1)
Spanish (DGE)
-ιγγος
• Prosodia: [ᾰ-]
que señorea la lira ὕμνοί Pi.O.2.1, ἀ[ναξιφόρ] μιγγος Οὐρ[αν] ίας B.4.7.