ὁ,
A spirting out, ib.4.3; cf. ἀναπυτίζω.
[Seite 202] ὁ, das Ausfließenlassen, Mathem.
ἀναπιτυσμός: ὁ, ἐσφ. ἀντὶ ἀναπυτισμός.
-οῦ, ὁchorro ἐκ μὲν τοῦ θύρσου ὁ ἀναπιτυσμὸς ἔσται Hero Aut.4.3.