ἀναπτικός
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνάπτων, ὁ ἔχων τὴν ἰδιότητα νὰ ἀνάπτῃ, Ἀρχ. Λεξ.
Spanish (DGE)
-όν combustible, ἔλαιον PMag.4.3251.
ἀναπτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνάπτων, ὁ ἔχων τὴν ἰδιότητα νὰ ἀνάπτῃ, Ἀρχ. Λεξ.
-όν combustible, ἔλαιον PMag.4.3251.