ἀνιερόω

Revision as of 12:14, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_4)

English (LSJ)

   A dedicate, devote, Arist.Oec.1346b5; τινί τι Plu.Cor.3:—Pass., PTeb.60.10 (ii B. C.), BGU1202.5 (i B.C.), etc.: used of persons invoking the wrath of the gods upon themselves or others in case of breach of faith, SIG1179 (Cnidus).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνιερόω: ἀφιερῶ, ἀνατίθημι, Ἀριστοφ. Οἰκ. 2. 2· τινί τι Πλουτ. Κορ. 3: ἐν χρήσει περὶ ἀνθρώπων ἐπικαλουμένων τὴν μῆνιν τῶν θεῶν ἐφ’ ἑαυτοὺς ἢ ἑτέρους, ἐν περιπτώσει κακῆς πίστεως ἤτοι παραβάσσεως τῶν ὑπεσχημένων, Newton Ἐπιγρ. 81, κἑξ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
consacrer.
Étymologie: ἀνά, ἱερόω.

Spanish (DGE)

1 dedicar, consagrar c. ac. de cosa ὥστε συνέβαινεν ἐν δέκα ἔτεσι κεῖνόν τε ἅπαντα ἔχειν ἅπερ ἀνιέρωσε Arist.Oec.1346b5, τοῦτο SB 7245.3 (III a.C.)
c. dat. θεῷ τινι Dam.Pr.262
c. ac. y dat. ἐπινίκιον ... Διοσκόροις Plu.Cor.3, τῷ δὲ Διονύσῳ τὴν πίτυν Plu.2.676a, κηπόταφον Μαξίμῳ SB 9801.2 (III d.C.)
abs. ἀνιερώσαντος βασιλέως Ταρκυνίου D.H.6.95
en v. pas. ἀνιερωθήσονται τὰ κτήνη αὐτῶν LXX 1Es.9.4, cf. PTeb.84.10 (II a.C.), SB 9935.27 (II a.C.), BGU 1202.5 (I a.C.), ᾧ ἡ βοτάνη ἀνιέρωται PMag.4.2975
γῆ ἀνιερωμένη tierra consagrada, PTeb.60.10 (II a.C.), SB 5280
c. ac. de pers. Ἀντίνοον ... ὡς Γανυμήδην ὁ Ζεύς Clem.Al.Prot.4.49.
2 consagrar a las divinidades infernales, maldecir ἀνιεροῖ Ἀρτεμεὶς Δάματρι, Κούραι, θεοῖς παρὰ Δάματρι πᾶσι SIG 1179 (Cnido).