ἀνατίθημι
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
English (LSJ)
A pf. ἀνατέθηκα SIG1018.9 (Pergam.), etc.:—lay upon, once in Hom., ἐλεγχείην ἀναθήσει μοι Il.22.100; ἀ. ἄχθος lay on as a burden, Ar.Eq.1056 (hex.), cf. X.An.3.1.30; κινδύνους ἰδιώταις ἀ. Hyp.Eux.9: in good sense, ἀ. κῦδός τινι Pi.O.5.8. b. Med., put on board ship, IG5(1).1421 (Cyparissia).
2 in Prose, refer, attribute, a thing to a person, μεγάλα οἱ χρήματα ἀ. Hdt.2.135; οὐ γὰρ ἄν οἱ πυραμίδα ἀνέθεσαν ποιήσασθαι would not have attributed to her the erection of the pyramid, ib.134; φοίβῳ τήνδ' ἀναθήσω πρᾶξιν E.El. 1296; εἰμή, ὅταν.. εὖ πράξητε, ἐμοὶ ἀναθήσετε will give me the credit of it, Th.2.64; οὐ τῷ συμβούλῳ τὴν τοῦ κατορθοῦν ἀνέθηκε δύναμιν D.18.290; ἀ. τινὶ τὴν αἰτίαν τινός Isoc.1.37, Aeschin.2.10; also, compare, τινὰ εἴς τι Eun.Hist.p.261 D. b. ἀ. τινὶ ἅπαντα πράγματα lay them upon him, entrust them to him, Ar.Nu.1453, Th.8.82.
II set up as a votive gift, dedicate, τινί τι Hes.Op.658, Pi.O.3.30, Hdt.2.159,7.54, Ar.Pl.1089, etc.; Ῥήνειαν ἀνέθηκε τῷ Ἀπόλλωνι Th.1.13; ἀνάθημα ἀνατιθέναι Hdt.1.53, 2.182; ἀ. τι ἐς Δελφούς Id.1.92, 2.135, 182, Pl.Phdr.235d, etc.; less freq. ἐν Δελφοῖς Theopomp.Com.1 D., Plu.Sol.25; dedicate a book, Id.Sull.6; ἀ. τινά set up a statue of.., SIG420 (Delos, iii B.C.); incorrectly of burial, OGI602 (Jaffa):—Pass., ἀνατεθῆναι Ar.Eq.849; cf. ἀνάκειμαι.
2 set up, erect, [στήλην] παρὰ βωμόν, νεών, Plb.5.93.10, Plu.Publ.14: metaph., dedicate, μακραγορίαν λύρᾳ Pi.P.8.29; ἀ. τὰς ἀκοὰς τοῖς ἀκροάμασι give them up to, Plb.23.5.9.
3 set up and leave in a place, ἀ. τινὰ ἐπὶ κρημνόν Ar.Pl.69; ἀ. ζῶντα (on a cross) Plb.1.86.6.
III put back, τί γὰρ παρ' ἦμαρ ἡμέρα τέρπειν ἔχει, προσθεῖσα κἀναθεῖσα τοῦ γε κατθανεῖν; = pushing us forward or moving us back on the verge of death, S.Aj. 476; cf. B.11.2.
B Med., put upon for oneself, ἀναθέσθαι τὰ σκεύη ἐπὶ τὰ ὑποζύγια X.An.2.2.4; pack on one's cart, Lys.7.19; τοῖς ὤμοις ἀ. τινά put on one's shoulders, Plu.2.983b; freq. like Act., ἀ. τινὰ ἐφ' ἵππον Id.Art. 11, etc.
2 impart, communicate something one's own, τινί τι Act.Ap.25.14, Ep.Gal.2.2, Plu.2.772d.
3 remit, refer, ἀ. περί τινος εἰς σύγκλητον refer the consideration of it to the Senate, Plb.21.46.11, cf. App.Sam.4.
II place differently, change about, e.g. the men on a draught-board, ἀνὰ πάντα τιθεσθαι v.l. in Orac. ap. Hdt. 8.77.
2 take back a move at πεττοί, Pl.Hipparch.229e: hence metaph., retract one's opinion, X.Mem.1.2.44, cf.2.4.4; freq. in Pl., ἀνατίθεσθαι ὅ τι δοκεῖ Pl.Grg. 462a, cf. Prt.354e. Chrm.164d; οὐκ ἀνατίθεμυι μὴ οὐ.. retract and say this is not so, Id.Phd.87a; οὐκ ἀ. μὴ οὐ καλὼς λέγεσθαι Id.Men.89d; ἀνατιθέμενος τὸ διημαρτημένον Luc. Pseudol.29.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): poét. y dial. ἀν- Pi.O.3.30, ICr.4.72.11.14
• Morfología: [pres. ind. ἀντίθεντι IG 7.3201.3 (Orcómeno III a.C.); aor. ind. 1.a sg. ἀνήθηκα JRCil.2.124.5 (Isauria, Tamasalik), 3.a sg. arcad. chipr. ὐνέθɛ̄κε SEG 11.1044 (Arcadia VI a.C.), IK 25 (IV a.C.), tesal. ὀνέθεικε IG 9(2).417 (Feras), át. arc. ἀνέθɛ̄κεν IG 12.313.64 (V a.C.), lacon. ἀνέσηκε IG 5(1).1317.2 (IV/III a.C.), 2.a plu. ἀνεθήκατε Hyp.Eux.9, arcad. ἀνέθεαν IG 5(2).278.13 (Mantinea IV a.C.), 3.a plu. ἀνέθεν IG 5(2).116.1 (Tegea III a.C.), ἀνέθηκαν Simon.102D., tesal. ὀνέθεικαεν IG 9(2).244 (Fársalo), 3.a du. argól. ἀναθάταν IG 4.1343 (Epidauro V a.C.), imper. ἀνθέντο IG 42.41.6 (Epidauro), cf. IG 5(1).1498.13, ἀναθέντω IG 5(1).961.22 (Laconia), inf. jón. oriental ἀναθεῖν TAPhA 65.105 (Olinto IV a.C.), dór. ἀνθέμɛ̄ν ICr.4.72.11.14, IG 9(1).682.11 (Corcira), ἀναθέμειν IG 14.612.5 (Regio), ἀναθέμεν IM 20.26, 31.40, ἀνθέμεν IG 7.1.16 (Mégara), IG 9(1).682.11 (Corinto), en v. med. ἀνθέθθαι IG 9(2).1203.6 (Magnesia, Tesalia); perf. ind. 1.a sg. ἀνατέθηκα IP 40 (III a.C.), 3.a sg. (analog. de ἀνάκειται) ἀνάκεικε IG 5(2).266.26 (Mantinea I a.C.), 3.a plu. ἀνατεθέκαντι IG 9(1).66.10 (Tera); fut. dór. ind. ἀνατεθησεῦνται IG 12(3).322.12]
A c. mov. hacia arriba
I 1de cosas poner encima, cargar λίθος ἀνατιθε͂σι ἐπὶ τὰ κύκλα cargan piedras sobre el carro, IG 12.349.22 (V a.C.), ἄχθος Ar.Eq.1056, σκεύη X.An.3.1.30, τὰ σκευοφόρα τοῖς ὑποζυγίοις Plb.6.40.3, en v. med. mismo sent. τὰ σκεύη ... ἐπὶ τὰ ὑποζύγια X.An.2.2.4
•gener. poner ἐπὶ δέμας ἐλάφου πτεροφόρον ἀνὰ χερὶ δόνακα τιθεμένα Lyr.Adesp.115, Ὄσσῃ Πήλιον ἀνθέμενος Antip.Sid.3587P., τὸν δὲ Κῦρον ... ἐπ' ἄλλον ἵππον Plu.Art.11, ἀποσκευὴν ... ἐπὶ τὰς ναῦς Plb.3.45.4
•abs. cargar, echar ἀναθέμενος δὲ ὁ βοηλάτης y cargando (el tronco en el carro) el boyero Lys.7.19, cf. τοῖς ὤμοις ἐκεῖνον Plu.2.983b
•fig. μοι ... ἐλεγχείην ἀναθήσει Il.22.100, κίνδυνον ἰδιώταις Hyp.Eux.9.
2 de actos, causas, etc. atribuir, achacar c. dat. de pers. πάντα θεοῖσ' ἀνέθηκαν Ὅμηρός θ' Ἡσίοδός τε Xenoph.B 11.1, Φοίβῳ τήνδ' ἀναθήσω πρᾶξιν E.El.1296, τὴν αἰτίην ... ἀνατιθέναι Hp.Nat.Hom.9.3, σοὶ τίνα αἰτίαν ἀναθῶμεν, δι' ὅτι ... Pl.Alc.1.118e, cf. Isoc.12.87, D.10.58, εἰ μή, ὅταν ... εὖ πράξητε ἐμοὶ ἀναθήσετε Th.2.64, οὐ τῷ συμβούλῳ τὴν τοῦ κατορθοῦν ... ἀνέθηκεν δύναμιν D.18.290
•atribuir μεγάλα οἱ χρήματα Hdt.2.135, οὐ γὰρ ἄν οἱ πυραμίδα ἀνέθεσαν ποιήσασθαι Hdt.2.134.
3 de asuntos encargar c. dat. de pers. ὑμῖν ... τἀμὰ πράγματα Ar.Nu.1453, τὰ πράγματα πάντα Th.8.82
•en v. pas. ser confiado, corresponder ἡ τῆς ἐφοδείας πίστις εἰς τοὺς ἱππεῖς ἀνατίθεται Plb.6.35.8.
4 de pers. poner o dejar en un alto ἐπὶ κρημνόν τιν' αὐτόν Ar.Pl.69, ἀνέθεσαν ζῶντα le pusieron vivo en una cruz, Plb.1.86.6.
II usos relig. y derivados
1 colocar como exvoto, consagrar, ofrendar a un dios
a) de ofrendas en gener. τὸν (τρίποδα) μὲν ἐγὼ Μούσῃσ' ... ἀνέθηκα Hes.Op.658, cf. Hdt.2.159, τῷ θεῷ ... τοὺς στεφάνους Ar.Pl.1089, λέβητας Plb.5.88.5, unido a la inscripción ἔλαφον θήλειαν ... ἅν ποτε Ταϋγέτα ἀντιθεῖσ' Ὀρθωσίας ἔγραψεν ἱεράν cierva que Táigeta al ofrendar marcó como sagrada de (Ártemis) Ortosia Pi.O.3.30, cf. Arist.Oec.1349a12
•por lo tanto frec. en epigr. ἱερὴν ἀνήθηκε καλύπτρην Ἥρῃ Archil.21, cf. AP 6.269 (Sapph.), Simon.105D., B.Epigr.2.1, Theoc.Ep.12.2, c. ac. del pron. de 1a pers. ref. al objeto ofrendado e inscrito σάν τε χάριν ... μ' ἀνέθηκ' Anacr.198
•usos esp. ταῦτα ... τῷ ἡλίῳ ἀνατιθείς (arrojando objetos al mar), Hdt.7.54, una isla Ῥήνειαν ἀνέθηκε τῷ Ἀπόλλωνι Th.1.13, πάντα λόγον κινοῦντες ἀνατίθετε τῷ Ἔρωτι Pl.Smp.198e
•c. ac. int. ἀναθήματα Hdt.1.53, 2.182, Pl.R.362c, Lg.955e
•c. indicación del lugar a que se ofrenda ἔς τε Δελφοὺς Hdt.1.92, cf. 2.135, 182, Pl.Phdr.235d, τάγμα τι ἀνατιθέναι ἐν τῷ ἱερῷ Arist.Oec.1349a24, ναοῖς σοῖς E.Io 1384, ἐν Δελφοῖς Plu.Sol.25
•en v. pas. ταύτας (ἀσπίδας) ... ἀνατεθῆναι que éstos (los escudos) fueran ofrendados Ar.Eq.849, ἀλεκτρύων ἀνατιθέμενος Arist.HA 614a8, pero cf. ἀνάκειμαι;
b) de construcciones diversas levantar, erigir (στήλην) παρὰ τὸν ... βωμόν Plb.5.93.10, νεών Plu.Publ.14;
c) de escritos exponer o inscribir en un templo como una forma de publicar ῥηθέντος δὲ τοῦ ὕμνου ... Δήλιοι δὲ γράψαντες τὰ ἔπη εἰς λεύκωμα ἀνέθηκαν ἐν τῷ τῆς Ἀρτέμιδος ἱερῷ una vez que (Homero) recitó el himno, los delios poniendo por escrito los versos, los expusieron públicamente en un tablón en el templo de Ártemis, Certamen 320, ἀνέθηκε δ' αὐτὸ (el περὶ Φύσεως de Heráclito) εἰς τὸ τῆς Ἀρτέμιδος ἱερόν D.L.9.6 (= Heraclit.A 1 p.141), οὗτοι καὶ κοινῇ ξυνελθόντες ἀπαρχὴν τῆς σοφίας ἀνέθεσαν τῷ Ἀπόλλωνι εἰς τὸν νεὼν τὸν ἐν Δελφοῖς éstos (los Siete Sabios) poniéndose de acuerdo consagraron como primicia de su sabiduría a Apolo en su templo de Delfos (las sentencias γνῶθι σαυτόν y μηδὲν ἄγαν) Pl.Prt.343a, b, cf. Chrm.164d, 165a, (περίπλους) ὃν ἀνέθηκεν ἐν τῷ τοῦ Κρόνου τεμένει Hanno 1, cf. Theopomp.Com.64
•en gener. publicar, difundir, exponer πᾶσαν τὴν ἱστορίαν Chrys.M.57.341, cf. v. med. mismo sent. ἀνεθέμην αὐτοῖς τὸ εὐαγγέλιον Ep.Gal.2.2, pero cf. 3;
d) c. ac. de pers. consagrar al servicio de la divinidad incluso institucionalmente consagrar sacerdote ἀναθέτω δὲ αὐτὸν ὁ βασιλεύς, ἐπεί κα τὰν τιμὰν δῷ SIG 1011.12 (Calcedón III/II a.C.), cf. 1009.21
•en lit. jud. crist. consagrar ἑαυτὸν ἀνάθημα Ph.1.501, θεῷ ἑαυτὴν ἀνατιθεῖσα RBi 34.575 (Jerusalén VI d.C.)
•pero tb. levantarle a uno una estatua, IG 11(4).1127 (Delos III a.C.), una lápida funeraria OGI 602 (Jafa).
2 en forma desacralizada c. dat. o prep. más ac. ofrecer, dedicar τόδ' ἀνατίθημί σοι ῥόδον Lycophronid.2.1
•confiar, entregar μακραγορίαν λύρᾳ Pi.P.8.29, Μοισαίαις ἀνατιθεὶς τέχναισι χρηστήριον Pi.Fr.52k.39, τοῖς ἀκροάμασι ἀκοὰς ἀνατεθεικώς dedicando su atención a los espectáculos Plb.23.5.9, ἐκείνῳ τὴν γραφὴν ἀνατέθεικε le dedicó el libro Plu.Sull.6.
3 en v. med. informar, comunicar, contar τῷ βασιλεῖ ἀνέθετο τὰ κατὰ τὸν Παῦλον Act.Ap.25.14, τὴν πρᾶξιν ἀνέθετο τῶν ἑταίρων τισίν Plu.2.772d, πρὸς σὲ ὡς φίλον ἀναθέσθαι τὸ κοινὸν τοῦτο Alciphr.3.23.2, cf. Chrys.M.62.626, abs. ἀνέθετο περὶ τοῦ γεγονότος ἐμφανισμοῦ LXX 2Ma.3.9
•remitir para consulta, consultar περὶ τοῦτο εἰς τὴν σύγκλητον Plb.21.46.12, ἐς τὰς πόλεις App.Sam.4.2, ἀνθρώποις Chrys.M.61.629, cf. 60.163.
4 comparar τινα εἴς τι Eun.Hist.p.261.
B c. mov. hacia atrás
1 apartar τί γὰρ παρ' ἦμαρ ἡμέρα τέρπειν ἔχει προσθεῖσα κἀναθεῖσα τοῦ γε κατθανεῖν; ¿pues qué placer añade a la felicidad de nadie un día tras otro acercándonos o apartándonos de la muerte? S.Ai.476
•en v. med. mismo sent. reservar ἐπειδὴ δ' εἰς τοσοῦτον ἡμᾶς ἀνέθετο χρόνον ὁ δαίμων Thrasym.B 1, τὴν ζήτησιν Ath.47a, τὴν δίκην PStras.41.7 (III d.C.), τὸ πρᾶγμα Wilcken Chr.1.41.3.29 (III d.C.), cf. Synes.Ep.72, Philost.HE 8.6.
2 en v. med. mover la ficha propia atrás en el juego de los πεττοί: ἀναθέσθαι ὥσπερ πεττὸν τὸν βίον οὐκ ἐστιν Antipho Soph.B 52, cf. Socr. en Stob.4.56.39, Pl.Hipparch.229e.
3 de opiniones, dichos c. ac. compl. dir. y or. complet., en v. med. volverse atrás, retractarse ἀνατίθεμαι γὰρ τὸ ὅσα τύραννος μὴ πείσας γράφει νόμον εἶναι X.Mem.1.2.44, cf. 2.4.4, ἀναθέμενος ὅτι σοι δοκεῖ Pl.Grg.462a, cf. Prt.354e, Chrm.164d, ἀνατιθέμενος τὸ διημαρτημένον Luc.Pseudol.29, οὐκ ἀνατίθεμαι μὴ οὐχί no me desdigo de que no ... Pl.Phd.87a, οὐκ ἀνατίθεμαι μὴ οὐ καλῶς λέγεσθαι Pl.Men.89d, τοὺς ῥηθέντας ἀναθέσθαι λόγους Men.Fr.80
•Ἀνατιθεμένη prob. La que cambia de opinión tít. de una comedia de Menandro, Harp.s.u. Μετοίκιον, Sud.s.u. Ἀράβιος ἄγγελλος (= Men.Fr.30-32).
German (Pape)
[Seite 211] (s. τίθημι), 1) aufstellen, aufhängen, aufladen; Hom. Iliad. 22, 100 (ἅπαξ εἰρ.) Πουλυδάμας μοι πρῶτος ἐλεγχείην ἀναθήσει, cr wird mir einen Vorwurf aufladen, vgl. ἀνάπτειν; κῦδός τινι Pind. Ol. 5, 8; übh. zuschreiben, οὐ γὰρ ἄν οἱ ἀνέθεσαν πυραμίδα ποιήσασθαι ταύτην Her. 2, 134; vgl. 135; als Prädicat beilegen, Xen. Mem. 3, 14, 7; αἰτίαν τινί Plat. Alc. I, 118 a; ἐπίτινα Pol. 5, 1, 8; χάριν τινί, 24, 7; – aufpacken, ἄχθος Ar. Equ. 1051; σκεῦος Xen. An. 3, 1, 30; med., ἐπὶ τὰ ὑποζύγια Cyr. 8, 5, 4 An. 2, 2, 4; übertr., πάντα πράγματά τινι, Einem anvertrauen, Ar. Nubb. 1436; Thuc. 8, 82 u. oft Pol. u. Plut. – Med., auf sich nehmen, ἀναθέμενος ἀπάγει τὰ ξύλα Lys. 7, 19; Ael. V. H. 3, 22; Luc. D. Mar. 8, 2; εἰς τὸν ἵππον Tox. 52; vgl. Ver. Hist. 2, 42; Plut. Artax. 11. – Bes. als Weihgeschenk in einem Tempel aufstellen, einem Gotte weihen, Hes. O. 656; von Pind. u. Her. an sehr häufig, z. B. τῷ Ἀπόλλωνι 1, 92; oft ἐς τὸ Ἥραιον, ἐς τὴν Ἑλλάδα, ἐς Δελφούς, 4, 88. 2, 182. 2, 135; Plat. Phaedr. 239 e; εἰς τὰ ἱερά Legg. XII, 943 c; εἰκὼν ἀνατεθησομένη εἰς ἀγοράν Din. 1, 43; ἀνάθημα ἀνατιθέναι Her. 8, 121 u. sonst. Uebtr., τὰς ἀκοάς τινι, die Ohren leihen, Pol. 24, 3, 9; βωμόν, νεών, errichten, 5, 43, 10; Plut. Caes. 6. – 2) umsetzen, z. B. die Steine im Brettspiel, daher med., seine Meinung ändern, etwas zurücknehmen, in tmesi, Her. 8, 77; ἀναθέσθαι ἔξεστιν, εἴ πη ἔχετε ἄλλο τι φάναι Plat. Prot. 354 e, u. sonst; οὐκ ἀνατίθεμαι, μὴ οὐ καλῶς λέγεσθαι Men. 89 d; vgl. Phaed. 87 a; bes. oft de lucri cup., wo die Stelle ὥσπερ πεττεύων ἐθέλω σοι ἐν τοῖς λόγοις ἀναθέσθαι, ὅ, τι βούλει τῶν εἰρημένων, ich will es zurückgeben und ändern lassen, 229 e, zu merken; vgl. Xen. Mem. 1, 2, 44 u. 2, 4, 4; δόξαν, γνώμην, D. Hal. 8, 56. 72; τὰ κατηγορημένα, die Anklage zurücknehmen, Luc. Pisc. 38. – 3) zurücksetzen, aufschieben, Hdn. 3, 5, 2; Plut.; hierher zieht man Soph. Ai. 471 τί γὰρ παρ' ἦμαρ ἡμέρα τέρπειν ἔχει προσθεῖσα κἀναθεῖσα τοῦγε κατθανεῖν, dem Tode uns nähernd od. nur Aufschub verursachend; οὐδαμῶς ἀναθετέον Plat. Legg. XI, 935 e; Sp.
French (Bailly abrégé)
f. ἀναθήσω, etc.
I. (ἀνά, en haut);
1 enlever et poser sur : σκεύη ἀν. XÉN charger qqn de bagages ; fig. ἐλεγχείην ἀν. τινί IL charger qqn d'un blâme ; μεγάλα τινὶ χρήματα ἀν. HDT attribuer à qqn de grandes sommes d'argent ; τινι τὴν αἰτίαν τινὸς ἀν. ISOCR attribuer à qqn la cause de qch ; τινι πυραμίδα ἀν. ποιήσασθαι HDT attribuer à qqn la construction d'une pyramide ; p. ext. confier, remettre : πράγματά τινι THC des affaires à qqn;
2 tenir suspendu : τινα ἐπὶ κρημνόν AR tenir qqn suspendu sur un précipice;
3 suspendre (aux murs d'un temple) ; dédier, consacrer;
II. (ἀνά, en arrière) placer en arrière ; reculer, différer : ἀν. τοῦ κατθανεῖν SOPH reculer l'instant de la mort;
Moy. ἀνατίθεμαι (f. ἀναθήσομαι, etc.);
I. (ἀνά, en haut);
1 enlever et poser (pour soi) sur : ἀναθέσθαι τὰ σκεύη ἐπὶ τὰ ὑποζύγια XÉN charger ses bagages sur les bêtes de somme ; τοῖς ὤμοις ἀν. τι PLUT se charger les épaules de qch;
2 fig. faire part de, communiquer ; τινί τι qch à qqn;
II. (ἀνά, en arrière) déplacer (les pions sur un échiquier) ; fig. ἀν. τι XÉN retirer un avis, changer d'avis ; οὐκ ἀνατίθεμαι μὴ οὐ τοῦτο εἶναι PLAT je ne nie pas qu'il en soit ainsi;
NT: présenter, exposer, expliquer, faire une communication.
Étymologie: ἀνά, τίθημι.
Russian (Dvoretsky)
ἀνατίθημι:
1 класть поверх, накладывать, нагружать, взваливать (ἄχθος Arph.; σκεύη Xen.; med. ἐπὶ τὰ ὑποζύγια Xen.): τοῖς ὤμοις ἀναθέσθαι τινά Plut. взвалить кого-л. себе на спину;
2 возлагать, вменять (в обязанность) (τί τινι Her.; τὴν αἰτίαν τινός τινι Isocr. или ἐπί τινα Polyb.): τινὶ ποιήσασθαί τι ἀ. Her. приписывать кому-л. создание чего-л.; ἐλεγχείην ἀ. τινι Hom. бросать кому-л. укор;
3 возлагать, поручать (τινί τι Thuc., Arph. - med. Polyb., Plut.);
4 помещать, подвешивать (τινὰ ἐπὶ κρημνόν Arph.): τὰς ἀκοάς τινι ἀ. Polyb. внимательно слушать что-л.;
5 распинать (τινὰ ζῶντα Polyb.);
6 культ. приносить в дар, жертвовать, посвящать (τρίποδα Μούσαις Hes.; ἐς Δελφούς Her. и ἐν Δελφοῖς Arst.; τι εἰς τὸ ἱερόν Plat.; τὰς ἀσπίδας τοῖς θεοῖς Plut.): ἀναθεῖναι βωμόν Polyb. воздвигнуть жертвенник;
7 откладывать, отсрочивать (τοῦτο οὐδαμῶς ἀναθετέον Plat.): ἀ. τοῦ κατθανεῖν Soph. отдалять день смерти;
8 med. сообщать (τὴν πρᾶξίν τισι Plut.; εἰς τὴν σύγκλητον περί τινος Polyb.);
9 med. (о прежде сказанном) брать назад, отказываться, отменять (τι Xen., Plat.; τὰ κατηγορημένα Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνατίθημι: μέλλ. -θήσω: Αἰολ. ἀόρ. ὀνέθεικα, Συλλ. Ἐπιγρ. 1766, πρβλ. 3524. 9, 54 καὶ ἀλλ. Ἐπιτίθημι, ἐπιρρίπτω, παρ’ Ὁμ. μόνον ἅπαξ, ἐλεγχείην ἀναθήσει μοι, ὡς τὸ μῶμον ἀνάπτειν Ἰλ. Χ. 100· ἀν. ἄχθος, ἐπιβάλλω ὡς βάρος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1056· κινδύνους ἰδιώταις ἀν. Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξενίππ. 24: - ἀλλ’ ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἀν. κῦδός τινι Πινδ. Ο. 5. 17, πρβλ. Λυσ. 110. 7. 2) παρὰ πεζοῖς, ἀναφέρω, ἀποδίδω τι εἴς τινα, μεγάλα οἱ χρήματα ἀναθεῖναι Ἡρόδ. 2. 135· οὐ γάρ ἂν οἱ πυραμίδα ἀνέθεσαν ποιήσασθαι, δὲν θὰ ἀπέδιδον εἰς αὐτὸν τὴν ἀνέγερσιν τῆς πυραμίδος, αὐτόθι 134· Φοίβῳ τήνδ’ ἀναθήσω πρᾶξιν Εύρ. Ἠλ. 1296· εἰ μὴ καὶ ὅταν .. εὖ πράξητε ἐμοὶ ἀναθήσετε, ἐκτὸς ἐάν, καὶ ὅταν παρὰ λόγον συμβῇ εὐτυχία τις ὑμῖν, ἀποδώσητε αὐτὴν εἰς ἐμέ, Θουκ. 2. 64· οὐ τῷ συμβούλῳ τὴν τοῦ κατορθοῦν .. ἀνέθηκε δύναμιν Δημ. 322. 21· ἀν. τινὶ τὴν αἰτίαν τινὸς Ἰσοκρ. 10Β, Αἰσχίν. 29. 25. β) ἀνατίθημί τινί τι, ὑμῖν ἀναθεὶς ἅπαντα τἀμὰ πράγματα, ἐμπιστευθεὶς εἰς ὑμᾶς τὰ πάντα μου, Ἀριστοφ. Νεφ. 1453, Θουκ. 8. 82· τὴν ἄμυναν εἰς τὸν χρόνον ἀν., ἀφίνω ἢ ἐμπιστεύομαι αὐτὴν εἰς τὸν χρόνον, Πλούτ. 2. 817C. ΙΙ. ἀνεγείρω τι ὡς ἀνάθημα, ἀφιερῶ, καθιερῶ τινί τι Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 656, Ἡρόδ. 2. 159., 7. 54, Ἀριστοφ. Πλ. 1089, κτλ., Ρήνειαν ἀνέθηκε τῷ Ἀπόλλωνι Θουκ. 1. 13· ἐντεῦθεν αὐτὸ τὸ δῶρον ἤτοι τὸ ἀφιέρωμα ἐκλήθη ἀνάθημα, οἷον ἀνάθημα ἀνατιθέναι Ἡρόδ. 1. 53., 2. 182: συνήθως δὲ ἔλεγον ἀνατίθημί τι εἰς Δελφοὺς ἐν Δελφοῖς: - τὰ μὲν νυν ἔς τε Δελφοὺς καὶ ἐς τοῦ Ἀμφιάρεω ἀνέθηκε ὁ αὐτ. 1. 92., 2. 135, 182, Πλάτ. Φαῖδρ. 235D, κτλ., ἀλλ’ ἐν Δελφοῖς Ἀριστ. Ἀποσπ. 377: ἀφιερῶ βιβλίον, Πλουτ. Σύλλ. 6: - Παθ., ἀνατεθῆναι Ἀριστοφ. Ἱππ. 849· πρβλ. ἀνάκειμαι. 2) ἁπλῶς, ἱδρύω, ἐγείρω, ἀνεγείρω, βωμόν, νεών, κτλ., Πολύβ. 5. 93., 10, Πλούτ., κτλ. 3) μεταφ., ἀν. τι λύρᾳ (ὡς παρ’ Ὁρατίῳ commissi calores .. fidibus), ἀναθέμεν πᾶσαν μακραγορίαν λύρᾳ τε καὶ φθέγματι μαλθακῷ Πινδ. Π. 8. 41· ὡσαύτως, ἀν. τὰς ἀκοὰς τοῖς ἀκροάμασι, παρέχω τὰς ἀκοὰς εἰς .. (= ἀκροῶμαι), Πολύβ. 24. 5. 9. 4) ἄγω καὶ καταλείπω τινά που, ἀναθεὶς γὰρ ἐπὶ κρημνὸν τιν’ αὐτὸν (τὸν τυφλὸν Πλοῦτον) .. ἄπειμ’ Ἀριστοφ. Πλ. 69· σταυρώνω, τοῦτον δὲ ἀνέθεσαν ζῶντα Πολ. 1. 86. 6. ΙΙΙ. ἀναβάλλω, (πρβλ. ἀναθετέον)· τί γὰρ παρ’ ἦμαρ ἡμέρα τέρπειν ἔχει, προσθεῖσα κἀναθεῖσα τοῦ γε κατθανεῖν; ἄλλοτε προσεγγίζουσα ἡμᾶς εἰς τὸν θὰνατον καὶ ἄλλοτε ἀπομακρύνουσα ἡμᾶς ἀπ’ αὐτοῦ; Σοφ. Αἴ. 476· ἴδε μετάφρ. καὶ σημ. Jebb ἐν τόπῳ· οὕτω πιθ. ἐν. Πινδ. Ο. 7. 110. (ἐν τμήσει ἄμ- θέμεν = ἀναθέμεν), μνασθέντι δὲ Ζεὺς ἄμ πάλον μέλλεν θέμεν καὶ ὅτε (ὁ Ἥλιος) ὑπέμνησεν αὐτό, ὁ Ζεὺς ἔμελλε νὰ ῥίψῃ ἐκ νέου κλήρους. Ἴδε σημ. Δοναλσ. ἐν τόπῳ. - Ἴδε κατωτέρω μέσ. ΙΙ. Β. Μέσ., ἀναθέσθαι τὰ σκεύη ἐπὶ τὰ ὑποζύγια Ξεν. Ἀν. 2. 2, 4· τοῖς ὤμοις ἀν. τι, θέτω τι ἐπὶ τῶν ὤμων μου, Πλούτ. 2. 983Β· ἀλλὰ συχνάκις ὁμοιότατα πρὸς τὸ ἐνεργ., ἀν. τινὰ ἐφ’ ἵππον ὁ αὐτ. Ἀρτοξ. 11, κτλ. 2) ἐκθέτω, διηγοῦμαί τι εἴς τινα καὶ ζητῶ τὴν γνώμην αὐτοῦ, «ὁ Φύστος τῷ Βασιλεῖ ἀνέθετο τὰ κατὰ τὸν Παῦλον» Πράξ. Ἀποστ. κε΄, 14, Ἐπιστ. πρὸς Γαλ. β΄, 2, Πλούτ. 2. 772D. 3) ἀναθέτω εἰς ἄλλον, ἀφίνω εἰς τὴν διάθεσιν αὐτοῦ, ἐθέλω σοι .. ἀναθέσθαι ὅ τι βούλει τῶν εἰρημένων Πλάτ. Ἵππαρχ. 229Ε, οὔτι πᾶν γε τουτί μοι ἀνάθου αὐτόθι 230Α, καὶ ἀλλ., ἀν. περί τινος εἰς σύγκλητον, ἀναφέρειν τὴν ἐξέτασιν τοῦ πράγματος εἰς τὴν σύγκλητον, Πολύβ. 22. 27, 11. ΙΙ. τοποθετῶ διαφόρως, μεταθέτω, οἷον τοὺς πεσσοὺς ἐπὶ τοῦ ἄβακος (ἐν τμήσει), ἀνὰ πάντα τίθεσθαι Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 8. 77, ἴδε Λουκ. Ψευδολ. 29. 2) μεταφ., ἀποσύρω ὅ τι προεῖπον, μεταβάλλω γνώμην, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 44· καὶ συχν. παρὰ Πλάτ., ὡς ἀνατίθεσθαι ὅ τι δοκεῖ Πλάτ. Γοργ. 462Α, πρβλ. Πρωτ. 354Ε, Χαρμ. 164D· οὐκ ἀνατίθεμαι μὴ οὐ τοῦτο εἶναι, δὲν ἀναιρῶ, δὲν μεταβάλλω τὴν γνώμην μου, ὥστε νὰ εἴπω ὅτι τοῦτο δὲν ἔχει οὕτω, ὁ Φαίδων 87Α· οὐκ ἀν. μὴ οὐ καλῶς λέγεσθαι ὁ αὐτ. Μένων 89D· ἴδε ἀνωτ. ἐνεργ. ΙΙΙ.
English (Autenrieth)
fut. ἀναθήσει: put upon, met., ἐλεγχείην, ‘heap upon,’ Il. 22.100†.
English (Slater)
ἀνατῐθημι make as an offering ἔλαφον ἅν ποτε Ταυγέτα ἀντιθεῖσ' Ὀρθωσίᾷ ἔγραψεν ἱεράν (O. 3.30) τὶν δὲ (sc. Καμαρίνᾳ) κῦδος ἁβρὸν νικάσας ἀνέθηκε (O. 5.8) met., εἰμὶ δ' ἄσχολος ἀναθέμεν πᾶσαν μακραγορίαν λύρᾳ τε καὶ φθέγματι μαλθακῷ (P. 8.29) λιτανεύω, ἑκαβόλε, Μοισαίαις ἀνατιθεὶς τέχναισι χρηστήριον[ dedicate (Pae. 9.39)
English (Thayer)
2nd aorist middle ἀνεθέμην; (in various senses from Homer down); in the middle voice to set forth a thing drawn forth, as it were, from some corner (ἀνά), to set forth (in words), declare (R. V. lay before): τίνι τί, Artemidorus Daldianus, oneir. 2,64 τίνι τό ὄναρ; Diogenes Laërtius 2,17, 16, p. 191, Heubn. edition; Plutarch, amat. narr., p. 772d.) Cf. Fritzschiorum Opuscc., p. 169; (Holsten, Zum Evang. des Paulus n. d. Petrus, p. 256f. Compare: προσανατίθημι.)
Greek Monolingual
(AM ἀνατίθημι)
Ι. ενεργ.
1. προσάπτω, αναφέρω, αποδίδω σε κάποιον κάτι
2. αφήνω, εμπιστεύομαι σε κάποιον κάτι
3. τοποθετώ ή ανεγείρω κάτι ως ανάθημα, αφιερώνω
4. αναβάλλω, κρατώ μακριά
II. (μέσ., -εμαι)
1. τοποθετώ, βάζω επάνω
2. εκθέτω, διηγούμαι
3. αναθέτω κάτι σε άλλον
4. αναβάλλω
αρχ.
αλλάζω γνώμη, αναιρώ ό,τι είπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + τίθημι.
ΠΑΡ. ανάθεμα, ανάθεσις, ανάθημα].
Greek Monotonic
ἀνατίθημι: μέλ. -θήσω,
Α. I. 1. επιθέτω, επιρρίπτω, αποδίδω (ως βάρος, ευθύνη), σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.
2. αναφέρω, αποδίδω ένα πράγμα σε κάποιον, σε Ηρόδ. κ.λπ.· οὐ γὰρ ἄν οἱ πυραμίδα ἀνέθεσαν ποιήσασθαι, δεν θα του είχαν αποδώσει την ανέγερση της πυραμίδας, στον ίδ.· ἐμοὶ ἀναθήσετε, θα μου αποδώσει τα εύσημα γι' αυτό, σε Θουκ.· επίσης, ἀν. τινί πράγματα εναπόθεσε πάνω του, του τα εμπιστεύθηκε, σε Αριστοφ., Θουκ.
II. 1. ανεγείρω ως ανάθημα, αφιερώνω, τί τινι, σε Ησίοδ., Ηρόδ. κ.λπ.· απ' όπου το αφιέρωμα ήταν το ἀνάθημα — απαρ. Παθ. αορ. αʹ ἀνατεθῆναι, σε Αριστοφ.· αλλά το ἀνάκειμαι είναι περισσότερο συχνό όπως το Παθ.
2. μεταφ., το αποδίδω μέσω αυτής, ἀν. τι λύρᾳ, αποθέτω ένα τραγούδι στη λύρα, σε Πίνδ.
3. μεταφέρω και εγκαταλείπω σ' ένα μέρος, σε Αριστοφ.
III. αφαιρώ, αναβάλλω, προσθεῖσα κἀναθεῖσα τοῦ γε κατθανεῖν, προσθέτοντας ή αναβάλλοντας κάτι από την αναγκαιότητα του θανάτου, σε Σοφ. Β. I. 1. Μέσ., ανεβάζω πάνω σε κάτι για κάποιον, τὰ σκεύη ἐπὶ τὰ ὑποζύγια, σε Ξεν.
2. μεταδίδω, πληροφορώ, παρέχω κάτι σε κάποιον, τί τινι, σε Καινή Διαθήκη
II. τοποθετώ διαφορετικά, μεταθέτω, σε Χρησμ. παρά Ηροδ., σε Πλάτ.
2. μεταφ., αποσύρω, μεταβάλλω τη γνώμη μου, σε Ξεν.
Middle Liddell
I. to lay upon (as a burden), Il., Ar.
2. to refer, attribute, ascribe a thing to a person, Hdt., etc.; οὐ γὰρ ἂν οἱ πυραμίδα ἀνέθεσαν ποιήσασθαι would not have attributed to him the erection of the pyramid, Hdt.; ἐμοὶ ἀναθήσετε will give me the credit of it, Thuc.:—also, ἀν. τινὶ πράγματα to lay them upon him, entrust them to him, Ar., Thuc.
II. to set up as a votive gift, dedicate, τί τινι Hes., Hdt., etc.; hence the votive gift itself was ἀνάθημα:— Pass., aor1 inf. ἀνατεθῆναι Ar.; but ἀνάκειμαι is more freq. as the Pass.
2. metaph., ἀν. τι λύραι to commit a song to the lyre, Pind.
3. to set up and leave in a place, Ar.
III. to put back, remove, προσθεῖσα κἀναθεῖσα τοῦ γε κατθανεῖν by adding or putting off somewhat of the necessity of death, Soph.
B. Mid. to put upon for oneself, τὰ σκεύη ἐπὶ τὰ ὑποζύγια Xen.
2. to impart something of one's own, τί τινι NTest.
II. to place differently, change about, Orac. ap. Hdt., Plat.
2. metaph. to retract one's opinion, Xen.
Chinese
原文音譯:¢nat⋯qhmi 安那-提帖米
詞類次數:動詞(2)
原文字根:向上-安置處 相當於: (חֵרֶם) (שׂוּמָה / שִׂים)
字義溯源:宣布,陳述,陳說,傳達,告訴;由(ἀνά)*=在上)與(τίθημι)*=設立,安放)組成。參讀 (ἀγγέλλω)同義字
出現次數:總共(2);徒(1);加(1)
譯字彙編:
1) 陳說(1) 加2:2;
2) 告訴(1) 徒25:14
Lexicon Thucydideum
consecrare, to consecrate, dedicate, 1.13.6, 1.132.2, 1.132.21.134.4, 2.84.4, 2.92.5, 3.68.3, 3.104.2. 6.56.6,
PASS. 3.57.1,
attribuere, to assign, ascribe to, 2.64.1, 8.51.3,
committere, to join, engage, 8.82.1.
Translations
entrust
Bulgarian: поверявам; Catalan: confiar; Danish: betro; Dutch: toevertrouwen; Esperanto: konfidi, alkonfidi; Finnish: antaa huostaan, antaa hoidettavaksi, antaa tehtäväksi; French: confier; German: anvertrauen; Gothic: 𐌲𐌰𐌻𐌰𐌿𐌱𐌾𐌰𐌽; Greek: εμπιστεύομαι; Ancient Greek: ἀνατίθημι, ἀντεπιτίθημι, διαπαραδίδωμι, διαπιστεύω, ἐγκαθίημι, ἐγχειρίζω, εἰσχειρίζω, ἐμπιστεύω, ἐπιτρέπω, ἐπιτροπεύω, ἐπιτρωπάω, ἐπιτρωπῶ, θαρρέω, θαρρῶ, θαρσέω, θαρσῶ, καταπιστεύω, παρακατατίθημι, παρατίθημι, παρεγγυῶ, πιστεύω; Hungarian: bíz, megbíz; Ido: konfidar; Indonesian: mempercayakan, menitip; Irish: cuir in iontaoibh, lig ar iontaoibh le; Old Irish: ad·noí; Italian: confidare; Kurdish Central Kurdish: سپاردن; Latin: commendo; Latvian: uzticēt; Middle English: recomaunden, comaunden, recommenden; Ottoman Turkish: اینانمق; Polish: powierzyć; Portuguese: confiar; Russian: доверять, доверить; Spanish: encomendar, confiar; Swedish: anförtro, ombetro, betro, förtro; Telugu: ఒప్పగించు; Turkish: emanet etmek; Ukrainian: довіряти, дові́рити