ἀνοσία
English (LSJ)
ἡ, (ἀ- priv., νόσος)
A fredom from sickness, Poll.3.107. II (ἀ- priv., ὅσιος) ἀνοσίhα ϝοι γένοιτυ may he be accursed, Inscr. Cypr. 135.29 H. (perh. neut. pl. ἀνόσιhα); cf. sq.
German (Pape)
[Seite 241] ἡ, Krankheitslosigkeit, Poll. 3, 107.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοσία: ἡ (ἄνοσος) ἔλλειψις νόσου, ὑγίεια, Πολυδ. Γ΄, 107.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη, -ης
falta de enfermedad Hp.Praec.6, Poll.3.107.
-ας, ἡ
maldición ἀνοσίjα Ϝοι γένοιτο IChS 217.29 (Idalion prob. V a.C.).