ἀνυπόκριτος

Revision as of 12:14, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_5)

English (LSJ)

ον,

   A without dissimulation, LXXWi.5.18, Ep.Rom. 12.9, Ep.Jac.3.17. Adv. -τως M.Ant.8.5.    II undramatic, Demetr.Eloc.194.    III in punctuation, of a stop in a simple sentence, opp. ἐνυπόκριτος (q.v.), Sch.D.T.p.24H.

German (Pape)

[Seite 266] unverstellt; ohne Heuchelei, N. T. – Adv., Anton. 8, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνυπόκρῐτος: -ον, ὁ ἄνευ ὑποκρίσεως, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ε΄ 19), Ἐπιστ. π. Ρωμ. ιβ΄, 9, κ. ἀλλ. - Ἐπίρρ. -τως Μ. Ἀντων. 8. 3: - Οὐσιαστ. -κρισία, ἡ, εἰλικρίνεια, Εὐστ. Πονημάτ. 90. 26. ΙΙ. ὡς γραμματ. ὅρος, ἴδε ἐνυπόκριτος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non propre à jouer sur la scène;
2 non feint, sincère.
Étymologie: ἀ, ὑποκρίνομαι.

Spanish (DGE)

-ον
I 1sincero κρίσις LXX Sap.5.18, φιλαδελφία 1Ep.Petr.1.22, πίστις 1Ep.Ti.1.5, ἡ ἀγάπη Ep.Rom.12.9, ἐν ἀγάπῃ ἀνυποκρίτῳ 2Ep.Cor.6.6, ἡ δὲ ἄνωθεν σοφία Ep.Iac.3.17, cf. Hsch.
2 que no es teatral ἡ λύσις Demetr.Eloc.194.
II gram. que está antes de una oración que no es la principal de un punto, Sch.D.T.24.18.
III adv. -ως sin mentira εἰπεῖν M.Ant.8.5, ἐν δυσὶ σώμασιν ἀ. εἴη μία ψυχή 2Ep.Clem.12.3.