ἀπαλθαίνομαι

Revision as of 12:15, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_5)

English (LSJ)

fut. -ήσομαι,

   A heal thoroughly, ἕλκἐ ἀπαλθήσεσθον (-ονται Aristarch.) Il.8.419: impf., Q.S.4.404.

German (Pape)

[Seite 276] = folgdm, Qu. Sm. 4, 404.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαλθαίνομαι: μέλλ. -ήσομαι: ἀποθ.: ‒ ἰῶμαι, θεραπεύω ἐντελῶς, ἕλκε᾿ ἀπαλθήσεσθον (-εσθαι, Ἀρίσταρχ.) Ἰλ. Θ. 419· παρατ. παρὰ Κοΐντ. Σμ. 4. 404.

French (Bailly abrégé)

c. ἀπάλθομαι.
Étymologie: ἀπό, ἀλθαίνω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [fut. ind. ἀπαλθήσεσθον Il.8.405, 419]
curar ἕλκε' Il.ll.cc., τύμματ' Q.S.4.404, cf. Hsch.s.u. ἀπαλθήσεσθαι.