ἁπαλυντής
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A worker of hides, currier, Zonar.
Greek (Liddell-Scott)
ἁπᾰλυντής: -οῦ, ὁ, ὁ ἁπαλύνων δέρματα, βυρσοδέψης, «δεψοποιός· βαφεύς, ἁπαλυντὴς» Ζωναρ. 478.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ curtidor Zonar.s.u. δεψοποιός.
οῦ, ὁ,
A worker of hides, currier, Zonar.
ἁπᾰλυντής: -οῦ, ὁ, ὁ ἁπαλύνων δέρματα, βυρσοδέψης, «δεψοποιός· βαφεύς, ἁπαλυντὴς» Ζωναρ. 478.
-οῦ, ὁ curtidor Zonar.s.u. δεψοποιός.