ἀπασπαίρω
English (LSJ)
A gasp away, θνῄσκει δ' ἀπασπαίρουσα E.Ion1207.
German (Pape)
[Seite 281] eigtl. fortzappeln, Eur. ἀπασπαίρουσα θνήσκει Ion. 1207, unter Zuckungen sterben.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπασπαίρω: ἀγωνίζομαι, ἀγωνιῶ, τινάσσομαι, θνήσκει δ’ ἀπασπαίρουσα, ἀποθνήσκει ἐν σπασμοῖς (πρβλ. ἀποπνέω), Εὐρ. Ἴων 1207.
French (Bailly abrégé)
palpiter.
Étymologie: ἀπό, ἀσπαίρω.
Spanish (DGE)
retorcerse, dar boqueadas θνῄσκει δ' ἀπασπαίρουσα E.Io 1207.