ἀποπνέω
Κέρδος πονηρὸν ζημίαν ἀεὶ φέρει → Quaestus iniquos damna consequi solent → Unehrlicher Gewinn trägt immer Strafe ein
English (LSJ)
Ep. ἀποπνείω (as always in Hom.), fut. ἀποπνεύσομαι, later
A ἀποπνεύσω Gp.2.21.3:—breathe forth, of the Chimaera, δεινὸν ἀποπνείουσα πυρὸς μένος Il.6.182; [φῶκαι] πικρὸν ἀποπνείουσαι ἁλὸς.. ὀδμήν Od.4.406; ἀποπνέω ἔπος στόματος Pi.P.4.11; θυμὸν ἀποπνείων = giving up the ghost, Il.4.524; so without θυμόν, Batr.99, Nic.Dam.p.61 D., Phleg.Mir.3; ἀ. ψυχήν Simon.52; ἡλικίαν Id.115, Pi.I.7(6).34; ἀποπνέω τὴν δυσμένειαν = to blow it off, get rid of it, Plu.Them.22:—Pass., ἀποπνεῖται ἡ ἀτμίς Arist.Pr.937a7.
b causal in Pi.N.1.47 χρόνος ἀπέπνευσεν ψυχάς made them give up the ghost.
2 breathe hard, take breath, Arist.HA587a5; exhale, evaporate, ψυχὰς ὥσπερ ὁμίχλας ἀποπνεούσας τῶν σωμάτων Plu.2.560c.
3 in Com., = ἀποπέρδω, AB439.
II smell of a thing, c. gen., Luc.Hist.conscr.15; χθιζῆς μέθης Plu.2.13f; but also τοῖον ἀπέπνεε λείψανα so they smelt, A R. 2.193; τοῦ χρωτὸς ἥδιστον ἀ. Plu.Alex.4; ἀ. τι τοιοῦτον Id.2.695e.
2 exhale (and so lose) the scent, Thphr. HP 9.16.2, cf. Plu. 2.692c; τὸ βρομῶδες ib.791b.
III blow from a particular quarter, αὔρη οὐκ ἀ. ἀπὸ θερμῶν χωρέων Hdt.2.27, cf. 19; ἀπὸ τῆς γῆς Arist.Mete.366a33, al.; τὸ ἀποπνέον Id.Pr.933a39: impers., ἀποπνεῖ ἀπὸ τῆς θαλάττης there is a breeze from the sea, ib.933a27,943b4.
IV Pass., to be blown out, of a light, Plu.2.281b.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ép. -είω
I tr.
1 exhalar, echar principios vitales cuya pérdida trae la muerte θυμόν Il.4.524, 13.654, Tyrt.6.24, ψυχάν Simon.48.2, τὰ ψύχεα Hp.Vict.3.68, interrelacionado con términos temporales ἁλικίαν Pi.I.7.34, cf. Simon.128D., αἰῶνα E.Fr.801
•causativo χρόνος ψυχὰς ἀπέπνευσεν μελέων ἀφάτων Pi.N.1.47
•abs. expirar, morir ὅταν μηκέτι δύνωνται κινεῖν (πνεύμονα) τελευτῶσιν ἀποπνεύσαντες Arist.Iuu.479a28
•τεθναίην ὅτ' ἐκεῖνον ἀποπνεύσαντα πυθοίμην Call.Fr.591, cf. Del.186, Batr.99, LXX 4Ma.15.18, Cels.Phil.2.55
•gener. exhalar, echar πυρὸς μένος de la Quimera Il.6.182, Hes.Th.324, τὸ (ἔπος) ... ἀθανάτου στόματος Pi.P.4.11
•fig. desfogar τὴν δυσμένειαν εἰς ταύτην τὴν ἀτιμίαν Plu.Them.22.
2 de olores exhalar, expeler, oler c. ac. compl. dir. o adv. πικρὸν ... ὀδμήν Od.4.406, τοῖον ... ἀπέπνεε λείψανα δαιτός A.R.2.193, τοῦ χρωτός ἥδιστον ἀπέπνει exhalaba de su cuerpo olor agradabilísimo Plu.Alex.4, cf. 2.421b
•exhalar por completo τὸ βρομῶδες Plu.2.791b
•c. gen. oler a χθιζῆς μέθης Plu.2.13e, cf. Luc.Hist.Cons.15, (μύρου) Chrys.M.62.513
•fig. γυνὴ δὲ ἀποπνείτω Χριστοῦ Clem.Al.Paed.2.8.65.
II intr.
1 del viento soplar ἀποπνέει ... ἀπὸ θερμέων χωρέων Hdt.2.27 (bis), cf. 19, Arist.Aud.800a13, ἀπὸ τῆς θαλάσσης Arist.Pr.933a27, ἐκ τῆς γῆς Arist.Mete.366a33, cf. 361b7.
2 de pers. expulsar el aire, espirar, soplar ἐὰν μεταξὺ ἀποπνεύσωσιν ἀποβιαζόμεναι τῷ πνεύματι en el parto, Arist.HA 587a5
•peerse, AB 439.5.
3 de diversos elementos exhalarse, evaporarse del agua ὅταν ἀποπνῇ τῇ γῇ Hp.Nat.Puer.24.3, ὅταν ἀποπνεύσῃ τὸ θερμόν Arist.GA 735b34, cf. Mete.382b26, Gp.2.21.3
•de las almas desvanecerse, evaporarse ψυχὰς ... ὥσπερ ὀμίχλας ἢ καπνοὺς ἀποπνεούσας σωμάτων Plu.2.560c
•en v. med. mismo sent. ἀποπνεῖται ἡ ἀτμίς Arist.Pr.937a7.
4 airearse, orearse y por lo tanto perder su virtud, de ciertas plantas cortadas y guardadas de forma especial πρὸς τὸ μὴ ἀποπνεῖν Thphr.HP 9.16.2, del vino ἐξανθεῖ γὰρ καὶ ἀποπνεῖ διερωμένου πολλάκις Plu.2.692c, de las brasas, Arist.Iuu.470a12.
German (Pape)
[Seite 319] (s. πνέω), Hom. ἀποπνείω, 1) aushauchen, πῦρ, von der Chimära, Il. 6, 182; ὀδμήν Od. 4, 406; θυμόν, den Geist aushauchen, Il. 13, 654. 4, 524; ohne Zusatz, sterben, Diosc. 9 (V, 193), Batrach. 99; auch ψυχήν; ähnl. Pind. N. 1, 47 χρόνος ψυχὰς μελέων; ἔπος ἀπέπνευσε στόματος P. 4, 11; εὐανθέα ἁλικίαν I. 6, 34; δυσμένειαν φθόνος ἀποπνεῖ Plut. Themist. 22; Sp. bes. vom Geruch, τοῖον ἀπέπνει λεί. ψανα, so tochen, Ap. Rh. 2, 193; auch τινός Luc. conscr. hist. 15 θυμοῦ ἀττικοῦ; Plut. μέθης educ. lib. 18; ἥδιστον άποπνεῖ τις τοῦ χρωτός, die Haut hat eine angenehme Ausdünstung, Alex. 4; nach Suid. feinerer Ausdruck für πέρδεσθαι; – φῶς ἀποπνεῖται, wird ausgeblasen, Plut. qu. Rom. 72. – 2) von etwas her wehen, ἀπ ὸ θερμῶν χωρέων Her. 2, 27.
French (Bailly abrégé)
f. ἀποπνεύσομαι;
I. tr. 1 souffler, exhaler, acc. ; Pass. φῶς ἀποπνεῖται PLUT on fait jaillir de la lumière en soufflant ; fig. ἀπ. δυσμένειαν PLUT exhaler la haine;
2 exhaler une odeur : ἀπ. ὀδμήν OD exhaler une odeur ; ἀπ. τινος exhaler qqe odeur;
II. intr. souffler en parl. du vent : ἀπ. ἀπὸ τόπου HDT souffler d'un lieu.
Étymologie: ἀπό, πνέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποπνέω: эп. ἀποπνείω
1 выдыхать, извергать (πυρὸς μένος Hom.): ἀ. δυσμένειαν Plut. дышать злобой; ἀ. Batr. и ἀ. θυμόν Hom. испускать дух, умирать;
2 испускать, выделять (ὀδμήν Hom.): ἀ. τινος Plut., Luc. пахнуть чем-л.;
3 произносить (ἔπος στόματος Pind.);
4 раздувать (φῶς ἀποπνεῖται Plut.);
5 дуть, веять (ἀπὸ θερμῶν χωρεων Her.; πνεῦμα κατὰ μικρὸν ἀποπνέον Arst.);
6 задувать, гасить (χρόνος ψυχὰς ἀπέπνευσεν Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπνέω: Ἐπ. ἀποπνείω (οὕτως ἀεὶ παρ’ Ὁμ.): μέλλ. -πνεύσομαι, καὶ μεταγ. (Γεωπ. 2. 21, 3) -πνεύσω. Ἐξάγω, ἐκπέμπω ἐν εἴδει πνοῆς, ἐπὶ τῆς Χιμαίρας, δεινὸν ἀποπνείουσα πυρὸς μένος αἰθομένοιο Ἰλ. Ζ. 182· [φῶκαι] πικρὸν ἀποπνείουσαι ἁλὸς πολυβενθέος ὀδμήν, ἐκπέμπουσαι πικρὰν ὀσμὴν θαλάσσης, ὄζουσαι, Ὀδ. Δ. 406· ἀπ. ἔπος στόματος Πινδ. Π. 4. 18· ἐκπνέω, «ξεψυχῶ», θυμὸν ἀποπνείων Ἰλ. Δ. 524· οὕτως ἄνευ τῆς λέξεως θυμός, ὣς εἰπὼν ἀπέπνευσεν ἐν ὕδατι, ἐξέπνευσε, Βατραχομ. 99· ἀπ. ψυχὴν Σιμων. 26· ἡλικίαν ὁ αὐτ. 62, Πινδ. Ι. 7. (6), 48· ἀπ. τὴν δυσμένειαν, ἀποβάλλω αὐτήν, ἀπαλλάττομαι αὐτῆς, Πλουτ. Θεμ. 22: - Παθ., ἀποπνεῖται ἡ ἀτμὶς Ἀριστ. Πρβλ. 24. 10. β) Μεταβατ. ἐν Πινδ. Ν. 1. 70· ἀγχομένοις δὲ χρόνος ψυχὰς ἀπέπνευσεν μελέων ἀφάτων, ὁ χρόνος (ταχέως) ἠνάγκασε τὴν πνοὴν τῆς ζωῆς νὰ ἐξέλθῃ ἐκ τῶν δεινῶν αὐτῶν μελῶν. 2) ἀναπνέω ἰσχυρῶς, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 7. 9, 4· ἐξατμίζομαι, ἀναφέρομαι ὡς ἀναθυμίασις, τὰς ψυχὰς τῶν τελευτώντων… ὥσπερ ὁμίχλας ἢ καπνοὺς ἀποπνεούσας τῶν σωμάτων Πλούτ. 2. 560C. 3) παρὰ κωμ. = ἀποπέρδομαι, Α. Β. 439. ΙΙ. ἐκπέμπω ὀσμήν, μετὰ γεν., τοῦ χρωτὸς ἥδιστον ἀπέπνει (ὁ Ἀλέξανδρος) Πλούτ. Ἀλέξ. 4, πρβλ. Λουκ. Ἱστ. Συγγρ. 15· ἀλλ’ ὡσαύτως, τοῖόν οἱ ἀπέπνεε λείψανα δαιτός, τοιαύτην (μυσαρὰν) ὀσμὴν ἀπέπεμπον τὰ περισσεύματα τῆς τραπέζης, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 193· ἀπ. τι τοιοῦτον Πλούτ. 2.695Ε: - ἐξατμίζομαι (καὶ ἑπομένως ἀποβάλλω τὴν ὀσμὴν) Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 16, 2, πρβλ. Πλούτ. 2. 692C. 791B. III. πνέω ἔκ τινος μέρους, αὔρη οὐκ ἀπ. ἀπὸ θερμῶν χωρέων Ἡρόδ. 2. 27, πρβλ. 19· ἀποπνεῖν ἀπὸ τῆς γῆς Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 9, κ. ἀλλ.· τὸ κατὰ μικρὸν ἀποπνέον ὁ αὐτ. Πρβλ. 23. 16, 3· ἀπροσ., ἀποπνεῖ ἀπὸ τῆς θαλάττης, πνέει αὔρα ἐκ τῆς θαλάσσης, αὐτόθι 1. καὶ 26. 30. IV. Παθ., φυσῶμαι, σβύννομαι, ἐπὶ φωτός, Πλούτ. 2. 281Β.
English (Slater)
ἀποπνέω breathe out ἔπος Αἰήτα τό ποτε ζαμενὴς παῖς ἀπέπνευσ' ἀθανάτου στόματος uttered (P. 4.11) met., εὐανθἔ ἀπέπνευσας ἁλικίαν προμάχων ἀν' ὅμιλον (ἐπελεύτησας Σ.) (I. 7.34) ἀγχομένοις δὲ χρόνος ψυχὰς ἀπέπνευσεν μελέων ἀφάτων caused them to gasp out their lives (N. 1.47)
Greek Monolingual
(AM ἀποπνέω)
1. αναδίδω οσμή, μυρίζω
2. εκπνέω, ξεψυχώ, πεθαίνω
μσν.
παύω να πνέω
αρχ.
1. αναδίδω δυσάρεστη οσμή, όζω
2. αποβάλλω κάτι, απαλλάσσομαι από κάτι
3. αναγκάζω κάτι ή κάποιον να εκπνεύσει
4. αναπνέω δυνατά
5. αναδίδομαι ως αναθυμίαση, εξατμίζομαι
6. πνέω, φυσάω από κάπου
7. (για φώτα) σβήνομαι.
Greek Monotonic
ἀποπνέω: Επικ. -πνείω· μέλ. -πνεύσομαι, αόρ. αʹ -έπνευσα·
I. εξάγω, εκπέμπω φωτιά εν είδει πνοής, λέγεται για τη Χίμαιρα, σε Όμηρ.· θυμὸνἀποπνέω, παραδίδω το πνεύμα, εκπνέω, ξεψυχώ, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀποπνέω τὴν δυσμένειαν, απαλλάσσομαι από αυτήν, σε Πλούτ.
II. πνέω από συγκεκριμένη διεύθυνση, λέγεται για ανέμους, σε Ηρόδ.
III. αναδίδω οσμή, με γεν., σε Πλούτ.
Middle Liddell
I. to breathe forth fire, etc., Hom.; θυμὸν ἀπ. to give up the ghost, Il.; ἀπ. τὴν δυσμένειαν to get rid of it, Plut.
II. to blow from a particular quarter, of winds, Hdt.
III. to smell of a thing, c. gen., Plut.
Translations
fart
Afrikaans: poep; Albanian: pjerdh; Arabic: حَبَقَ, ضَرَطَ, فَسَا; Hijazi Arabic: ضَرَّط, فَسا; Moroccan Arabic: حزق, فسا; Armenian: տռել, թսել; Aromanian: bes; Azerbaijani: osurmaq, osturmaq; Basque: uzker egin; Belarusian: пярдзець; Bengali: পাদা; Bikol Central: atot; Bulgarian: пърдя; Burmese: လေလည်, လေစုန်, အီးပေါက်; Catalan: petar; Cheyenne: -pánestse; Chinese Cantonese: 放屁; Hakka: 打屁, 打屁卵; Hokkien: 放屁; Mandarin: 放屁, 放氣, 放气; Classical Nahuatl: iyexi; Czech: prdět, prdnout si, pšoukat, pšouknout, pouštět větry, bzdít; Danish: fjærte, prutte, fise; Dutch: scheten, een wind laten, scheet laten, protten, een prot laten; Elfdalian: faisa; Esperanto: furzi; Estonian: peeretama, puuksutama; Faroese: frata, prumpa; Finnish: pieraista, piereskellä, pierrä; French: péter, faire un pet, faire un prout, prouter, lâcher une caisse, avoir des gaz, lâcher une perle, lâcher Médor; Galician: peidear, peidar, bufar, botar un peido; Georgian: გაზებზე გასვლა, გაკუება, კუილი, გაცუება, ცუილი; German: furzen, pupsen; Greek: κλάνω, πέρδομαι, αμολάω κλανιά, την αμολάω, αφήνω πορδή, ρίχνω κλανιά; Ancient Greek: ἀποματαΐζω, ἀποπέρδομαι, ἀποπέρδω, ἀποπνείω, ἀποπνευματίζω, ἀποπνέω, ἀποπνῶ, ἀποψοφεῖν, ἀποψοφέω, ἀποψοφῶ, βδέω, βδῶ, καταπέρδομαι, καταπέρδω, πέρδω, πέρδομαι, πορδῶ, προσπέρδομαι, ὑποβδύλλω, ὑποπέρδομαι, προσπέρδω; Greenlandic: nilerpoq; Gujarati: પાદવું; Hebrew: הפליץ; Hindi: पादना, हवा छोड़ना, पाद मारना; Hungarian: fingik, púzik; Icelandic: prumpa, freta; Ido: flatuar; Indonesian: kentut; Ingrian: peerrä; Interlingua: flatular, peder, facer un pedito; Inuktitut: nilertok; Irish: broim; Italian: scoreggiare, fare un peto; Japanese: おならをする, 放屁する, 屁をひる, 屁をこく; Kazakh: осыру; Khmer: ផោម, ដើរខ្យល់, ខ្យល់ផាយ; Korean: 방귀뀌다, 방귀를 뀌다; Kurdish Northern Kurdish: kuş kirin, fis kirin, tir kirin, piv kirin; Kyrgyz: оосуруу; Lao: ຕົດ, ຜາຍລົມ; Latin: pedo; Latvian: pirst; Lithuanian: gadinti orą, persti, bezdėti; Luxembourgish: faschten, fuerzen; Macedonian: пр́ди, пува, тушка; Malay: kentut; Maltese: bass; Manchu: ᡶᡳᠶᠣᡨᠣᠮᠪᡳ; Maori: pīhau, patero; Marathi: पादणे; Marwari: पादणौ; Mongolian Cyrillic: унгах; Mongolian: ᠤᠩᠭᠤᠬᠤ; Navajo: hadilzééh, atłʼiid; Neapolitan: peretià, sbernacchià, speretià; Nepali: पाद्नु; Northern Sami: buoskut; Norwegian Bokmål: fise, fjerte, pruppe, prompe, slippe en vind; Ojibwe: ᐴᑭᑦ vii, ᐴᑭᑎ vai, ᐴᑭᒋᑕᓐ vti, ᐴᑭᒋᔥ vta; Old English: feortan; Ottoman Turkish: اوصورمق, یللنمك; Persian: گوزیدن, چسیدن, گوز دادن; Polish: pierdzieć, pierdnąć, psuć powietrze, zepsuć powietrze, puszczać bąka, puścić bąka, nasmrodzić, zesmrodzić się; Portuguese: peidar; Quechua: supiy, thasay; Romanian: băși, pârțâi; Romansch: dar vents, tretlar, tuffar; Russian: пердеть пёрднуть, пёрнуть, бздеть, набздеть, пукать, пукнуть; Sanskrit: पर्दते; Serbo-Croatian Cyrillic: пр̀дети, пр̀дјети, пр̀дити, прнути, пр̏днути; Roman: pr̀deti, pr̀djeti, pr̀diti, prnuti, pȑdnuti; Slovak: prdieť, prdnúť; Slovene: prdeti; Sorbian Upper Sorbian: pjerdźeć, pjerdnyć; Southern Altai: озырар; Spanish: peer, soltar un pedo, pedorrear, ventosear, tirarse un pedo; Swahili: -shuta, -jamba; Swedish: fisa, fjärta, prutta; Tagalog: utot, umutot; Telugu: పిత్తు; Tetum: hosu; Thai: ตด, ผายลม; Tibetan: གཏུག་དྲི་ཤོར, གཏུག་དྲི་བཏང; Turkish: osurmak; Ukrainian: перді́ти; Urdu: پاد مارنا, ہوا چھوڑنا, پادنا; Uyghur: ئوسۇرۇق, ئوسۇرماق; Uzbek: osuruk; Vietnamese: địt, chùi gháu, đánh rắm; Walloon: peter, vesser, proutler, brodler; Welsh: rhechu, cnecu; White Hmong: tso paus; Yiddish: פֿאַרצן; Yup'ik: nelertuq; Zhuang: okroet