ἀπελέκητος

Revision as of 12:15, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_5)

English (LSJ)

ον,

   A unhewn, unwrought, LXX 3 Ki.6.1, al.: metaph., φωνή Crantorap.D.L.4.27.

German (Pape)

[Seite 286] unbehauen, roh, φωνή D. L. 4, 27.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπελέκητος: -ον, ὁ μὴ πελεκηθείς, μεταφ. τραχὺς ὡς καὶ νῦν· ἦν δὲ καὶ δεινὸς ὀνοματοποιῆσαι (ὁ Κράντωρ)· τραγῳδὸν γοῦν ἀπελέκητον εἶπεν ἔχειν φωνὴν καὶ φλοιοῦ μεστὴν Διογ. Λ. 4. 27.

Spanish (DGE)

-ον
1 no labrado, no trabajado λίθος LXX 3Re.6.1a, ξύλα LXX 3Re.10.11, 12
fig. φωνή Crantor en D.L.4.27.
2 subst. τὸ ἀ. sillar τρεῖς στίχους ἀπελεκήτων LXX 3Re.6.36.