ἁπαλόστρακος

Revision as of 12:15, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_5)

German (Pape)

[Seite 277] mit weicher Schaale, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἁπαλόστρακος: -ον, ὁ ἔχων ἁπαλὸν ὄστρακον, «πάντα τὰ ὄστρακόδερμα καὶ ἁπαλόστρακα ὡς οἱ κάραβοι καὶ καρκίνοι καὶ ἀστακοὶ» Γρηγ. Νύσσ. τ. 2. σ. 92C.

Spanish (DGE)

-ον
que tiene caparazón blandode escarabajos, Nemes.Nat.Hom.M.40.520A.