ἀπόθραυσμα
English (LSJ)
ατος, τό,
A piece broken off, Str.10.5.16.
German (Pape)
[Seite 303] τό, das Abgebrochene, Schol. Ap. Rhod.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόθραυσμα: τό, θραῦσμα, σύντριμμα, τεμάχιον, μέρος ἀποχωρισθέν ἐξ ἄλλου, Στράβων 489.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
fragmento, parte desgajada φασὶ δὲ τὴν Νίσυρον ἀ. εἶναι τῆς Κῶ Str.10.5.16.