ἀπόκριτος
English (LSJ)
ον,
A separated, chosen, Inscr.in Sauciuc Andros130, Opp.H.3.266.
German (Pape)
[Seite 309] abgesondert, ausgewählt, Opp. H. 3, 266.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόκρῐτος: -ον, ἀποκεχωρισμένος, ἐκλεκτός, ἐξαίρετος, Ὀππ. Ἁλ. 3. 266. -Ἐπίρρ. -τως Δίδυμ. π. Τριάδ. 2. 8, σ. 213.
Spanish (DGE)
(ἀπόκρῐτος) -ον
I 1apartado, escogido ταύρειον μέλαν ἧπαρ ἀπόκριτον Opp.H.5.148, cf. 3.266
•medic. secretado πῶρός ἐστιν οὐσία ... ἀ. Gal.19.442.
2 rechazado de Satanás, Isid.Pel.Ep.M.78.300B.
II adv. -ως por separado, separadamente καὶ διὰ τοῦτο διδόντων μὲν ἀ. τούτων Didym.Trin.M.39.609A.