= foreg., Gal.14.268.
ἀποπωματίζω: ἀφαιρῶ τὸ πῶμα, Γαλην.: ὡσαύτως ἀποπωμάζω, Κράμερ Ἀνέκδ. Παρ. 1. 7.
destapar (σκεύη) Gal.14.268.