ἀπόσπασμα
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which is torn off, a piece, rag, shred, Pl.Phd. 113b; branch, division of a tribe, Str.9.5.12, cf. Agatharch.57: generally, a detached portion or particle, ψυχῆς καὶ σώματος ἀ. τὸ σπέρμα Epicur.Fr.329, Zeno Stoic.1.36, Chrysipp.ib.2.191, Ph.1.119; μύθου Corn.ND17. 2 avulsion, tearing apart of bones, Hp.Off.23, cf. Gal.18(2).887.
German (Pape)
[Seite 325] τό, das abgerissene Stück, Lappen, Plat. Phaed. 113 b; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόσπασμα: -ατος, τὸ (ἀποσπάω) πᾶν μικρὸν μέρος ἀποσπώμενον, ἢ ἀποχωριζόμενον ἐκ μεγάλου, Πλάτ. Φαίδων 113Β· κλάδος διαίρεσις φυλῆς, Στράβ. 434· καθόλου ἀπεσπασμένον μέρος ἢ μόριον, Ψυχῆς καὶ σώματος ἀπ. τὸ σπέρμα Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2, 905Β, πρβλ. Φίλωνα 1. 119. 2) κάταγμα τοῦ ἄκρου ὀστοῦ τινος, Ἱππ. περὶ Ἰητρεῖον 748, κατὰ τὸν Γαλην. 3) ἀπόσπασμα ἢ τεμάχιον ἐκ τῶν ἔργων συγγραφέως τινὸς μεταγεν.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
partie détachée d’un tout ; extrait.
Étymologie: ἀποσπάω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 fragmento, trozo, pedazo ἡλίου de la luna Ach.Tat.Intr.Arat.16 (= Emp.A 55), del Piriflegetonte οὗ καὶ οἱ ῥύακες ἀποσπάσματα Pl.Phd.113b
•rama de un pueblo o una tribu, Str.9.5.12, Agatharch.57
•partícula ψυχῆς καὶ σώματος ἀ. (τὸ σπέρμα) Epicur.Fr.[161], cf. Zeno.Stoic.1.36, Chrysipp.Stoic.2.191, ἡ δὲ ψυχὴ αἰθέρος ἐστίν, ἀ. θεῖον Ph.1.119
•fragmento de un texto, Corn.ND 17.
2 medic. torcedura de los huesos, Hp.Off.23, cf. Gal.18(2).887.
3 usos inciertos
a) trad. del hápax hebr. queres ‘mosquito’ἀπόσπασμα ἀπὸ βορρά ἦλθεν LXX Ie.26.20 (= Ie.46.20 text. hebr.);
b) trad. del hápax hebr. gisrah ναζιραῖοι ... ἐπυρρώθησαν ὑπὲρ λίθους σαπφείρου τὸ ἀπόσπασμα αὐτῶν LXX La.4.7.