A heap up, accumulate, AB432, Hsch. s.v. ἀποθησαμένη.
[Seite 329] abhäufen, abpacken, Sp.
ἀποσωρεύω: ἐπισωρεύω, συσσωρεύω, Βυζ.
amontonar, acumular Hsch.s.u. ἀποθησαμένη, AB 432•fig. ἀσφάλειαν Cyr.Al.M.77.536C.