ἐπισωρεύω
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
heap upon, τινί τι Ath.3.123e; heap up, accumulate, διδασκάλους 2 Ep.Ti.4.3; ἓν ἐξ ἑνός Arr. Epict.1.10.5; ἀμηχανίας Plu.2.830a:—Pass., Id.in Hes.34, Vett.Val. 344.12.
German (Pape)
[Seite 988] dazu anhäufen, aufhäufen, τινί, Ath. III, 123 e u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ajouter à un tas, entasser encore, accumuler.
Étymologie: ἐπί, σωρεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισωρεύω:
1 накапливать, нагромождать (τι Plut.);
2 наваливать (νεκρούς Plut.);
3 привлекать (τινάς NT).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισωρεύω: ὡς καὶ νῦν, σωρεύω ἐπί τινος, τινί τι Ἀθήν. 123Ε, Ἐπιστ. π. Τιμ. δ΄, 3: συσσωρεύω, Λατ. accumulare, Πλούτ. 2. 830Α.
English (Strong)
from ἐπί and σωρεύω; to accumulate further, i.e. (figuratively) seek additionally: heap.
English (Thayer)
future ἐπισωρεύσω; to heap up, accumulate in piles: διδασκάλους, to choose for themselves and run after a great number of teachers, Plutarch, Athen., Artemidorus Daldianus, others.)
Greek Monolingual
(AM ἐπισωρεύω)
(για πρόσ.) (ενεργ. και μέσ.) συγκεντρώνω, συσσωρεύω, μαζεύω (α. «τα πλήθη βλέπω να επισωρεύωνται», Κάλβος
β. «ἐπισωρεύσουσι διδασκάλους», ΚΔ)
νεοελλ.
συσσωρεύω, σωριάζω («αυτός ο πόλεμος επισώρευσε πολλές συμφορές στη χώρα»)
μσν.
σωριάζω πάνω σε κάτι
αρχ.
προσθέτω κάτι στον σωρό που ήδη υπάρχει («μέλλοντος δὲ τοῦ κυνικοῦ τούτοις ἐπισωρεύειν τινά», Αθήν.).
Chinese
原文音譯:™piswreÚw 誒披-所留哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在上-堆
字義溯源:積聚,堆起來,增添;由(ἐπί)*=在⋯上)與(σωρεύω)=堆積)組成;而 (σωρεύω)出自(σορός)*=安葬用容器)
出現次數:總共(1);提後(1)
譯字彙編:
1) 增添(1) 提後4:3