ἀπόψηφος

Revision as of 12:16, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_6)

English (LSJ)

ον,

   A voting in the negative, ἀ. ἐγένοντο τοῦ ἀποκτεῖναι Phryn.PSp.13B.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόψηφος: -ον, ὁ μὴ ψηφίσας, ὁ μὴ ἐνεγκὼν ψῆφον, «ἀπόψηφοι ἐγένοντο τοῦ ἀποκτεῖναι, σημαίνει τὸ οἷον οὐκ ἤνεγκαν ψῆφον» Α. Β. 9, 20.

Spanish (DGE)

-ον
que vota en contra ἀ. ἐγένοντο τοῦ ἀποκτεῖναι Phryn.PS p.13.