πρακτήρ
English (LSJ)
Ion. πρηκτήρ, ῆρος, ὁ,
A doer, πρηκτῆρά τε ἔργων Il.9.443: in pl., traders, ναυτάων, οἵ τε πρηκτῆρες ἔασιν Od.8.162; παίδων π. dealers in . ., Man.6.447. II = πράκτωρ 11.1, BCH50.16 (Delph., iv B. C.), IG22.45.8 (prob.), 9(1).32.38 (Stiris, ii B. C.), Them. Or.8.114a, POxy.1829.7 (vi A.D.), etc.