Ἀσιανός
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
asiatique.
Étymologie: Ἀσία.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Alolema(s): jón. -ηνός Hp.Aër.16
asiático, de Asia Μαγνησία Th.1.138, Ἴωνες IMylasa 365.1 (II d.C.), βάρβαρος Arr.An.4.4.2, γυναῖκες Arr.An.4.19.5
•subst. οἱ Ἀσιανοί los asiáticos Hp.l.c., Th.1.6, Str.11.2.3, Ael.NA 10.16, Arr.Ind.21.1.