ἀστέμβακτος

Revision as of 12:18, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_7)

English (LSJ)

ον, = sq., Euph.123, Lyc.1117.

German (Pape)

[Seite 375] unbeschimpft, κλέος Euphor. bei Eustath. Il. 2, 344. Bei Lycophr. 1117 ἀστέμβακτα τιμωρεῖσθαι, fest, in der Reihe; doch in Tzetz. Paraphrase πολυστένακτα.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστέμβακτος: -ον, = ἀστεμφής, Εὔφορ. 106, Λυκόφρ. 1117· ἔνθα διάφ. γραφ. ἀστένακτα.

Spanish (DGE)

-ον
1 seguro, eterno κλέος Euph.159.
2 neutr. plu. como adv. inflexiblemente δύσζηλος ἀστέμβακτα τιμωρουμένη Lyc.1117.