Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δύσζηλος

From LSJ

Μεταλαμβάνει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ (Ὄνομα) Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ ζωὴν αἰώνιον. Ἀμήν. → The servant of God (Name) partakes of the Body and Blood of Christ for the remission of sins and life eternal.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠ́σζηλος Medium diacritics: δύσζηλος Low diacritics: δύσζηλος Capitals: ΔΥΣΖΗΛΟΣ
Transliteration A: dýszēlos Transliteration B: dyszēlos Transliteration C: dyszilos Beta Code: du/szhlos

English (LSJ)

δύσζηλον,
A exceeding jealous, Od.7.307; ἐπί τινι A.R.4.1089; γυνή Plu.Alex.9; τὸ δύσζηλον Id.2.471a. Adv. δυσζήλως, ἔχειν πρός τινα Id.Alex.77.
2 eager, ὁρμή Emp.114.3.
II rivalling in hardship, αἰθυίῃσι βίον δύσζηλον ἔχοντες Hom.Epigr.8.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de abstr. que es objeto de suspicacia, acogido con recelo y disgusto δ. ἐπὶ φρένα πίστιος ὁρμή mal acogido es el asalto de la convicción sobre el ánimo de los hombres, Emp.B 114.
2 de abstr. poco envidiable ναῦται ... βίον δύσζηλον ἔχοντες Ps.Hdt.Vit.Hom.19.
3 de pers. receloso, susceptible, puntilloso de Ulises Od.7.307, δύσζηλοι ... ἐπὶ παισὶ τοκῆες padres recelosos con sus hijas A.R.4.1089, δύσζηλα γὰρ τὰ βαρβαρικὰ δεινῶς περὶ τὸ ἀκόλαστον Plu.Art.27
celoso δ. ἀστέμβακτα τιμωρουμένη de Clitemestra, Lyc.1117, cf. Opp.H.4.189, γυνή Plu.Alex.9, Them.Or.5.66c
neutr. subst. τὸ δύσζηλον = celos πολὺ τὸ δύσζηλον ἡ φύσις ἔχουσα Plu.2.471a, cf. 91b, 491b.
II adv. δυσζήλως = celosamente, δυσζήλως ἔχουσα πρὸς τὴν Στάτειραν estando celosa de Estatira Plu.Alex.77.

German (Pape)

[Seite 680] bei Homer einmal, Odyss. 7, 307 δύσζηλοι γάρ τ' εἰμὲν ἐπὶ χθονὶ φῦλ' ἀνθρώπων, argwöhnisch, oder zum Zorne geneigt, reizbar. Vgl. ζηλήμων. – Folgende; 1) in heftigen Eifer geratend, jähzornig; ἐπί τινι, Ap. Rh. 4, 1089. – 2) sehr eifersüchtig; γυνή Plut. Alex. 9; Sp.: δυσζήλως ἔχειν πρός τινα Plut. Alex. 77. – 3) in schlimmen Dingen, mit Gefahr wetteifernd, βίος αἰθυίῃσι δύσζηλος H. ep. 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
envieux, jaloux.
Étymologie: δυσ-, ζῆλος.

Russian (Dvoretsky)

δύσζηλος:
1 крайне завистливый или крайне подозрительный (φῦλ᾽ ἀνθρώπων Hom.);
2 крайне ревнивый (γυνή Plut.);
3 проводимый в соревновании: αἰθυίῃσι βίος δ. Hom. жизнь (мореплавателей), соперничающая с чайками.

Greek (Liddell-Scott)

δύσζηλος: -ον, καθ’ ὑπερβολὴν ζηλότυπος, Ὀδ. Η. 307· ἐπί τινι Ἀπολλών. Ρόδ. Δ. 1089· γυνὴ Πλούτ. Ἀλεξ. 9· τὸ δ. ὁ αὐτ. 2. 471Α. ― Ἐπίρρ., δυσζήλως ἔχειν πρός τινα ὁ αὐτ. Ἀλεξ. 77· πρβλ. ζηλήμων. ΙΙ. ἁμιλλώμενος εἰς κακοπαθείας, αἰθυίῃσι βίον δύσζηλον ἔχοντες Ἐπ. Ὁμ. 8.

Greek Monolingual

δύσζηλος, -ον (Α)
1. ο υπερβολικά ζηλότυπος
2. αυτός που δείχνει υπερβολικό ζήλο
3. αυτός που συναγωνίζεται στις κακουχίες
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ δύσζηλον
η ιδιότητα του δύσζηλου.

Greek Monotonic

δύσζηλος: -ον, υπέρμετρα ζηλόφθονος, ζηλότυπος, σε Ομήρ. Οδ., Πλούτ.· επίρρ., δυσζήλως ἔχειν πρός τινα, σε Πλούτ.

Middle Liddell

δύσ-ζηλος, ον
exceeding jealous, Od., Plut.:—adv., δυσζήλως ἔχειν πρός τινα Plut.