ἀφοριστικός

Revision as of 12:19, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_8)

English (LSJ)

ή, όν,

   A delimiting, Simp.in Ph.541.4, al.; separative, Sch.Luc.Nav.1; aphoristic, διδασκαλία Gal.11.802. Adv. -κῶς ibid.; pithily, sententiously, D.H.Is.7.

German (Pape)

[Seite 414] zum Begränzen, Bezeichnen gehörig; trennend; in kurzen Sätzen, aphoristisch, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφοριστικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς ὁρισμόν, ὅμοιος ἀφορισμῷ, ἐκ βραχειῶν καὶ περιληπτικῶν προτάσεων συνιστάμενος, Φωτ. Βιβλ. 3. - Ἐπίρρ. -κῶς, εὐκρινῶς καὶ συντόμως, Διον. Ἁλ. π. Ἰσαίου 7.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1que delimita, que reduce a límites τὸ ἀφοριστικὸν τῆς οἰκείας τάξεως Simp.in Ph.541.4, c. gen. ἀ. τῶν ὄντων Dion.Ar.DN M.3.824C.
2 aforístico διδασκαλία Gal.11.802
del estilo conciso ἀ. χαρακτήρ Sophronius en Phot.Bibl.3b
gram. de adv. continuativos, Sch.Luc.Cat.1, EM 296.50G.
3 que rechaza, de rechazo δυνάμεις ἀφοριστικαί Dion.Ar.EH M.3.564B.
4 que distingue τῇ ἀφοριστικῇ ἰδιότητι ἀπὸ τοῦ πατρός Leont.Byz.M.86.1909C.
II adv. -ῶς de manera aforística ἀ. τὰ μετὰ ταῦτα ἐπιτίθεται D.H.Is.7.