ἀφιστάνω
English (LSJ)
later form of ἀφίστημι, CPR5.14 (ii A. D.), Dsc.3.87, Luc.Sol.7:—Pass., ἀφιστάνομαι
A renounce, τινί τινος PRyl.117.22 (iii A. D.):—also ἀφιστάω, Ath.1.9b, Lib.Decl.51.14; opt. ἀφιστῴην dub. in X.Smp.2.20 (v. sq. A. 11), cf. Luc.Sol.7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφιστάνω: μεταγ. τύπ. τοῦ ἀφίστημι, Διοσκ. 3. 101. ― Ὡσαύτως ἀφιστάω, Ἀθήν. 9Β· εὐκτ. ἀφιστῴην, ἀμφίβολον παρὰ Ξεν. ἐν Συμπ. 2. 20 (ἴδε τὸ ἑπόμ. ἐν Α. ΙΙ): πρβλ. Λουκ. Σολοικ. 7. Ἴδε Κοβήτου Novae Lectiones σ. 610.
Spanish (DGE)
1 tr. en v. act. quitar, apartar de una medicina δύναμιν δὲ ἔχει ... λειχῆνας καὶ λέπρας ... ἀφιστάνειν Dsc.3.87
•alejar περισσὸν ἀφιστάνειν τὸν κατὰ τὸ τέλος τόνον A.D.Adu.184.6, cf. BGU 1127.19 (I a.C.), Stud.Pal.20.10.14 (II d.C.)
•cit. como mal uso ático, Luc.Sol.7.
2 en v. med. renunciar a c. gen. y dat. ἀφιστανομένη ... τῷ Εὐδαίμονι τῆς ... κληρονομίας renunciando a la herencia en favor de Eudemón, PRyl.117.22 (III d.C.).